Τα ζητήματα ανομίας και ασυδοσίας περιθωριακών, όπως ενίοτε αποκαλούνται, ατόμων, ή ομάδων το τελευταίο διάστημα, αφορούν σύμφωνα με τους διαπρύσιους υπερασπιστές της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι δήθεν αντιπολιτεύονται το καθεστώς Τσίπρα, την ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, που συμπεριλαμβάνει φυσικά και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Θα αναφωνήσει, ίσως, κάποιος «Τι είχες Μάη μου; Τι είχα πάντα».
Προφανώς η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Εκτός και αν δεχθούμε ότι οι συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί στο παραμικρό, ότι οι ευρύτερες διεργασίες, αλλά και εκείνες που αφορούν τους αναρχικούς-αντιεξουσιαστές, είναι απλά υποτονικές, και επειδή κάτι τέτοιο είναι γενικά ένα σημάδι των καιρών καταλήγουμε αδιάφοροι να αποφανθούμε με την γνωστή ρήση «ότι βρέξει ας κατεβάσει».
Όπως είπαμε, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Άλλοι χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «παρακμή» για να την περιγράψουν, άλλοι θα μιλήσουν για «κοινωνικό έρεβος και ζόφο», άλλοι θα σκύψουν το κεφάλι λέγοντας ότι το «παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά» τονίζοντας την παρουσία της κάθε λογής «ναρκομαφίας» και το «πολυπαραγοντικό ζήτημα της προστασίας των μαγαζιών», άλλοι πάλι θεωρούν ότι η περιοχή έχει μοιραστεί και ορισμένα από τα εναπομείναντα «επαναστατικά συμφέροντα» στην περιοχή απλά παίρνουν θέση για την «νέα εποχή», είτε παραμείνει ο Συριζα στην εξουσία για ολόκληρη την τετραετία είτε μεταβληθεί εκ νέου η κυβερνητική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.
Άλλοι πάλι χρεώνουν την «παρακμιακή» κατάσταση στα «λούμπεν στοιχεία», που κατακλύζουν την περιοχή είτε ασχολούνται με την διακίνηση ναρκωτικών είτε ληστεύουν και ξυλοκοπούν περαστικούς είτε επιδίδονται άλλοτε στον εμπρησμό τρόλλευ και άλλοτε περιπτέρων.
Τέλος, διάφοροι επικροτούν την δράση σταλινικών πολιτοφυλακών με αυξημένα το τελευταίο διάστημα αστυνομικά καθήκοντα και άλλοι, αντιθέτως, θεωρούν κατηγορηματικά ότι η αυτόκλητη κινηματική αστυνομία, όχι μόνο δεν αποτελεί «λύση», αλλά σημαντικό μέρος του «προβλήματος».
Ας κάνουμε ορισμένες σύντομες επισημάνσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν διανύουμε ούτε την δεκαετία του ’80, ούτε την δεκαετία του ’90, ούτε καν εκείνη την πρώτη δεκαετία του 2000. Η βίαιη μεταβολή των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών αντικαθιστά τους προηγούμενους όρους επιβολής με νέους διαρκώς εφιαλτικότερους. Η κοινωνική αποσύνθεση επιβάλλεται με άγριο τρόπο, διαπερνά τα κοινωνικά στρώματα, έχει διάρκεια και παρ’ ότι συνδέεται με το οικονομικό στοιχείο, δεν ταυτίζεται με αυτήν καθεαυτή την οικονομική λεηλασία, η οποία εξελίσσεται διαρκώς με εξοντωτικότερο τρόπο και μέσα.
Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι οι τωρινοί διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων θα αποδειχθούν χειρότεροι όλων των προηγούμενων. Φυσικά δεν είχαμε, ούτε έχουμε σκοπό, να μπούμε εμείς οι ίδιοι ή να προτρέψουμε οποιοδήποτε να μπει σε κάποια διαδικασία σύγκρισης και επιλογής εξουσιαστών.
Πολεμήσαμε, πολεμούμε και θα πολεμούμε κάθε εξουσιαστική διαχείριση, χωρίς διακρίσεις, γιατί ουδέποτε είχαμε το οποιοδήποτε πολιτικό συμφέρον να αβαντάρουμε οποιαδήποτε πλευρά.
Άλλωστε οι αναρχικοί είναι γνωστοί για αυτήν ακριβώς την επιμονή τους, αλλά και την πεποίθησή τους ότι οι εξουσιαστικές αντιθέσεις δεν τους αφορούν, παρ’ ότι οφείλουν να τις παρακολουθούν, να τις αντιλαμβάνονται, να μελετούν τους διάφορους και διαφορετικούς τρόπους επιβολής.
Αυτή ακριβώς η προσπάθεια αποδυναμώνεται και εν τέλει ακυρώνεται για διάφορους λόγους, όταν οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι επιλέγουν, λανθασμένα κατά την γνώμη μας, να περπατήσουν τα μονοπάτια της πολιτικής. Πιστεύουν, μάλιστα, έχοντας αποκομίσει σε αρκετές περιπτώσεις τα λεγόμενα πολιτικά κέρδη, ότι δικαιώνονται γι’ αυτήν την επιλογή τους, ότι ο αγώνας τους σταθεροποιείται, ότι αναγνωρίζονται ακόμη και από την πλευρά των εξουσιαστών, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμούν χωρίς συμβιβασμούς.
Ικανοποιημένοι τότε, αναζητούν τρόπους, όπως λένε, ώστε να κεφαλοποιηθούν αυτά τα κέρδη, ώστε το κίνημα να δυναμώσει και άλλο, ώστε να υπολογίζεται περισσότερο κοινωνικά και πολιτικά η αντιπολιτευτική τους δράση, ενώ, μέσα στην γενικότερη ευφορία και στο κλίμα «νίκης», ορισμένοι «σύντροφοι» εγκαθιδρύουν, με το μαλακό στην αρχή, την εξουσία τους ή αλλιώς την αναγνώρισή τους ως «παράγοντες» του χώρου.
Όμως θα αναρωτηθεί κάποιος, ποιος είναι ο τελικός στόχος; Υπάρχει καν τέτοιος; Ή μήπως όλα τούτα, απλώς, είναι απόρροια του αγώνα, των λαθών, των υπερεκτιμημένων δυνάμεων ή δυνατοτήτων, ακόμα και εκείνων των ίδιων των προσώπων που εκφράζουν τις τάδε ή τις δείνα ιδέες;
Η αλήθεια παραμένει απλή όσο και σύνθετη.
Για να την κατανοήσουμε θα πρέπει να γνωρίσουμε εκείνα που έχουν προηγηθεί. Αυτό όμως δεν φθάνει. Οι αναρχικοί δεν ανακυκλώνουν το παρελθόν, δεν το περιφέρουν σαν τρόπαιο, δεν έχουν κρυμμένη στο τσεπάκι τους κάθε είδους βεβαιότητα και «αλήθεια». Οι ιδέες μας ακονίζονται στο σήμερα, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε «αύριο», για να είναι δυνατόν να αντιπαρατεθούμε στους σχεδιασμούς μιας εξουσίας, που δυναμώνει μέσα από τις αντιθέσεις της από τις διαφοροποιήσεις μέσα στους κόλπους της.
Επομένως κάθε «στιγμή» έχει την σημασία της, κάθε συμβιβασμός που αποτρέπεται μάς δυναμώνει για να επιτεθούμε στο μέλλον στα περισσότερο ευάλωτα σημεία του εξουσιαστικού σώματος. Καθυστερούμε τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς όσο περισσότερο μπορούμε, και δεν διευκολύνουμε την επίσπευση της πραγμάτωσής τους. Πολλές φορές γνωρίζουμε ότι η καθυστέρηση αυτή θα είναι «μικρή». Για μας, όμως, είναι πολύ μεγάλη, αλλά και για όσους αγωνίζονται και για όλους εκείνους που μπορεί να βαδίσουν στους δρόμους της ανυποταξίας και της άρνησης.
Οι αναρχικοί δεν ανήκουν ούτε συγκροτούν επαναστατικά ιερατεία. Για έναν απλό λόγο. Δεν επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία αύριο, άρα δεν μπορεί να συμπεριφέρονται σαν εξουσιαστές σήμερα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Καμία στιγμή και για κανένα λόγο. Οι αναρχικοί μοιραζόμαστε κάθε στιγμή του αγώνα για μια ζωή ελεύθερη δίχως καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δίχως εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Αγαπούμε την ελευθερία απεριόριστα, και εκτιμούμε ως απεριόριστες τις δυνατότητες να αναπτυχθεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε συνθήκες δημιουργικής και εκούσιας αλληλοβοήθειας.
Για να μοιραστούμε κάθε στιγμή που αγωνιζόμαστε, θα πρέπει να τιμούμε την μνήμη των αγώνων, που προηγήθηκαν, αλλά και των αγωνιστών, που συμμετείχαν σ’ αυτούς με κάθε τίμημα, με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Διατήρηση της μνήμης, όμως, δεν αποτελεί ότι συνιστά το πολιτικό συμφέρον του καθενός.
Η διατήρηση της μνήμης δεν μπορεί και δεν έχει καμία σχέση με τον επανακαθορισμό των πολιτικών συσχετισμών μέσα στο κίνημα και τις συνιστώσες του. Η διατήρηση της μνήμης για τους αναρχικούς δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ καμία συνάφεια με την ιστορία των κομμουνιστών, με την ενίσχυση της εξουσιαστικής τους θέσης στο παρόν και στο μέλλον.
Ο ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ είναι δική τους ιστορία, και δεν θα γίνει ποτέ δική μας. Όσοι την επικαλούνται στ’ όνομα της αναρχίας προσπαθούν απελπισμένα να κερδίσουν λιγοστό χρόνο, ώστε να σταθεροποιηθούν στην καινούργια θέση, που τους επιφυλάσσει η αριστερή εξουσία. Κατά βάθος δεν μας βλάπτουν. Είναι σίγουρα καλύτερα να πέφτουν ολοκληρωτικά οι μάσκες. Βιάζονται είναι αλήθεια, και ως εκ τούτου διαπράττουν πολλά και σοβαρά λάθη. Καλοδεχούμενα. Ευχόμαστε να πολλαπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον.
Από την πλευρά μας δεν έχουμε παρά να δείξουμε επιμονή και υπομονή, αλλά και τεράστια αυτοπεποίθηση όσον αφορά τα πιστεύω μας. Αποστρεφόμαστε ότι υποβιβάζει κάθε ανθρώπινη οντότητα, ότι δεσμεύει σωματικά, ηθικά, πνευματικά τις ανθρώπινες υπάρξεις. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Θέλουμε να γκρεμίσουμε κάθε φυλακή, όχι για να κτίσουμε καινούργιες, αλλά γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε τον εγκλεισμό βασανισμό. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι τα κρατικά μπουντρούμια θα γκρεμιστούν ολότελα, από τους κολασμένους, από τους επαναστάτες, και τους αναρχικούς σε κάθε εξέγερση, που θα θυμίζει εκείνες που προηγήθηκαν, αλλά και δεν θα μοιάζει με καμμία τους.
Για να φέρει, όμως, η σπίθα πυρκαγιά, θέλει καθαρές καρδιές, ανθρώπους απλούς και συνηθισμένους, που δεν φτύνουν τον διπλανό τους, δεν μισούν την ανθρώπινη αδυναμία, και δεν επιζητούν τρόπους να την τσακίσουν, λες και δεν έχουν ασχοληθεί και δεν ασχολούνται για το σκοπό αυτό τόσοι και τόσοι εξουσιαστές, τόσα κράτη, τόσα κανόνια, τόσοι έμποροι ψυχών και ανθρώπων, που τρέφονται από την δυστυχία και τον πόνο και την απέραντη αδυναμία, στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι.
Άλλο τόσο οι αναρχικοί δεν μπορούν να μιλούν για ζωτικούς χώρους, είτε αναφέρονται στα Εξάρχεια, είτε στην οποιαδήποτε γειτονιά, είτε στην πτέρυγα μιας φυλακής.
Μα, θα πει κάποιος, οι ρίζες, οι αγώνες, που έχουν δοθεί και έχουν καταγραφεί σε διάφορους χώρους δεν έχουν την σημασία τους; Τους παραδίδουμε και συνεχίζουμε κάπου άλλου χωρίς δισταγμούς χωρίς επιφυλάξεις; Όχι βέβαια, σε καμμία περίπτωση. Με ποιες ιδέες, όμως, υπερασπιζόμαστε αυτές τις ρίζες, αυτούς τους αγώνες, αυτούς τους χώρους; Με δανεικές απόψεις, με εξουσιαστικές λογικές και προοπτικές;
Με ποιους συμμάχους, με ποια μέσα; Να παραμείνουμε σε μια περιοχή με οποιοδήποτε όρο; Επιβάλλοντας την δική μας εξουσία; Αστυνομεύοντας, πουλώντας προστασία στους «προστάτες», ελέγχοντας την εγκληματικότητα, ορίζοντας το υβρίδιο της επαναστατικής εγκληματικότητας; Με το να δεχτούμε να συνδιαχειριστούμε για ένα κρίσιμο διάστημα με την αριστερή εξουσία μια παραχωρημένη «ζώνη ανομίας» (ώστε οι αναρχικοί να μην επεκτείνουν την δράση τους) και με τί αντάλλαγμα;
Οι απαντήσεις φαντάζουν αυτονόητες. Αλλά τελικά δεν είναι. Φαντάζουν απλές και απέριττες. Φθάνει να το θελήσουμε.
Επειδή, «Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα μου το επιτρέψει, αλλά ποιος θα με σταματήσει».
Συσπείρωση Αναρχικών
Πηγή: Διαδρομή Ελευθερίας
Θα αναφωνήσει, ίσως, κάποιος «Τι είχες Μάη μου; Τι είχα πάντα».
Προφανώς η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Εκτός και αν δεχθούμε ότι οι συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί στο παραμικρό, ότι οι ευρύτερες διεργασίες, αλλά και εκείνες που αφορούν τους αναρχικούς-αντιεξουσιαστές, είναι απλά υποτονικές, και επειδή κάτι τέτοιο είναι γενικά ένα σημάδι των καιρών καταλήγουμε αδιάφοροι να αποφανθούμε με την γνωστή ρήση «ότι βρέξει ας κατεβάσει».
Όπως είπαμε, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Άλλοι χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «παρακμή» για να την περιγράψουν, άλλοι θα μιλήσουν για «κοινωνικό έρεβος και ζόφο», άλλοι θα σκύψουν το κεφάλι λέγοντας ότι το «παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά» τονίζοντας την παρουσία της κάθε λογής «ναρκομαφίας» και το «πολυπαραγοντικό ζήτημα της προστασίας των μαγαζιών», άλλοι πάλι θεωρούν ότι η περιοχή έχει μοιραστεί και ορισμένα από τα εναπομείναντα «επαναστατικά συμφέροντα» στην περιοχή απλά παίρνουν θέση για την «νέα εποχή», είτε παραμείνει ο Συριζα στην εξουσία για ολόκληρη την τετραετία είτε μεταβληθεί εκ νέου η κυβερνητική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.
Άλλοι πάλι χρεώνουν την «παρακμιακή» κατάσταση στα «λούμπεν στοιχεία», που κατακλύζουν την περιοχή είτε ασχολούνται με την διακίνηση ναρκωτικών είτε ληστεύουν και ξυλοκοπούν περαστικούς είτε επιδίδονται άλλοτε στον εμπρησμό τρόλλευ και άλλοτε περιπτέρων.
Τέλος, διάφοροι επικροτούν την δράση σταλινικών πολιτοφυλακών με αυξημένα το τελευταίο διάστημα αστυνομικά καθήκοντα και άλλοι, αντιθέτως, θεωρούν κατηγορηματικά ότι η αυτόκλητη κινηματική αστυνομία, όχι μόνο δεν αποτελεί «λύση», αλλά σημαντικό μέρος του «προβλήματος».
Ας κάνουμε ορισμένες σύντομες επισημάνσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν διανύουμε ούτε την δεκαετία του ’80, ούτε την δεκαετία του ’90, ούτε καν εκείνη την πρώτη δεκαετία του 2000. Η βίαιη μεταβολή των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών αντικαθιστά τους προηγούμενους όρους επιβολής με νέους διαρκώς εφιαλτικότερους. Η κοινωνική αποσύνθεση επιβάλλεται με άγριο τρόπο, διαπερνά τα κοινωνικά στρώματα, έχει διάρκεια και παρ’ ότι συνδέεται με το οικονομικό στοιχείο, δεν ταυτίζεται με αυτήν καθεαυτή την οικονομική λεηλασία, η οποία εξελίσσεται διαρκώς με εξοντωτικότερο τρόπο και μέσα.
Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι οι τωρινοί διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων θα αποδειχθούν χειρότεροι όλων των προηγούμενων. Φυσικά δεν είχαμε, ούτε έχουμε σκοπό, να μπούμε εμείς οι ίδιοι ή να προτρέψουμε οποιοδήποτε να μπει σε κάποια διαδικασία σύγκρισης και επιλογής εξουσιαστών.
Πολεμήσαμε, πολεμούμε και θα πολεμούμε κάθε εξουσιαστική διαχείριση, χωρίς διακρίσεις, γιατί ουδέποτε είχαμε το οποιοδήποτε πολιτικό συμφέρον να αβαντάρουμε οποιαδήποτε πλευρά.
Άλλωστε οι αναρχικοί είναι γνωστοί για αυτήν ακριβώς την επιμονή τους, αλλά και την πεποίθησή τους ότι οι εξουσιαστικές αντιθέσεις δεν τους αφορούν, παρ’ ότι οφείλουν να τις παρακολουθούν, να τις αντιλαμβάνονται, να μελετούν τους διάφορους και διαφορετικούς τρόπους επιβολής.
Αυτή ακριβώς η προσπάθεια αποδυναμώνεται και εν τέλει ακυρώνεται για διάφορους λόγους, όταν οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι επιλέγουν, λανθασμένα κατά την γνώμη μας, να περπατήσουν τα μονοπάτια της πολιτικής. Πιστεύουν, μάλιστα, έχοντας αποκομίσει σε αρκετές περιπτώσεις τα λεγόμενα πολιτικά κέρδη, ότι δικαιώνονται γι’ αυτήν την επιλογή τους, ότι ο αγώνας τους σταθεροποιείται, ότι αναγνωρίζονται ακόμη και από την πλευρά των εξουσιαστών, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμούν χωρίς συμβιβασμούς.
Ικανοποιημένοι τότε, αναζητούν τρόπους, όπως λένε, ώστε να κεφαλοποιηθούν αυτά τα κέρδη, ώστε το κίνημα να δυναμώσει και άλλο, ώστε να υπολογίζεται περισσότερο κοινωνικά και πολιτικά η αντιπολιτευτική τους δράση, ενώ, μέσα στην γενικότερη ευφορία και στο κλίμα «νίκης», ορισμένοι «σύντροφοι» εγκαθιδρύουν, με το μαλακό στην αρχή, την εξουσία τους ή αλλιώς την αναγνώρισή τους ως «παράγοντες» του χώρου.
Όμως θα αναρωτηθεί κάποιος, ποιος είναι ο τελικός στόχος; Υπάρχει καν τέτοιος; Ή μήπως όλα τούτα, απλώς, είναι απόρροια του αγώνα, των λαθών, των υπερεκτιμημένων δυνάμεων ή δυνατοτήτων, ακόμα και εκείνων των ίδιων των προσώπων που εκφράζουν τις τάδε ή τις δείνα ιδέες;
Η αλήθεια παραμένει απλή όσο και σύνθετη.
Για να την κατανοήσουμε θα πρέπει να γνωρίσουμε εκείνα που έχουν προηγηθεί. Αυτό όμως δεν φθάνει. Οι αναρχικοί δεν ανακυκλώνουν το παρελθόν, δεν το περιφέρουν σαν τρόπαιο, δεν έχουν κρυμμένη στο τσεπάκι τους κάθε είδους βεβαιότητα και «αλήθεια». Οι ιδέες μας ακονίζονται στο σήμερα, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε «αύριο», για να είναι δυνατόν να αντιπαρατεθούμε στους σχεδιασμούς μιας εξουσίας, που δυναμώνει μέσα από τις αντιθέσεις της από τις διαφοροποιήσεις μέσα στους κόλπους της.
Επομένως κάθε «στιγμή» έχει την σημασία της, κάθε συμβιβασμός που αποτρέπεται μάς δυναμώνει για να επιτεθούμε στο μέλλον στα περισσότερο ευάλωτα σημεία του εξουσιαστικού σώματος. Καθυστερούμε τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς όσο περισσότερο μπορούμε, και δεν διευκολύνουμε την επίσπευση της πραγμάτωσής τους. Πολλές φορές γνωρίζουμε ότι η καθυστέρηση αυτή θα είναι «μικρή». Για μας, όμως, είναι πολύ μεγάλη, αλλά και για όσους αγωνίζονται και για όλους εκείνους που μπορεί να βαδίσουν στους δρόμους της ανυποταξίας και της άρνησης.
Οι αναρχικοί δεν ανήκουν ούτε συγκροτούν επαναστατικά ιερατεία. Για έναν απλό λόγο. Δεν επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία αύριο, άρα δεν μπορεί να συμπεριφέρονται σαν εξουσιαστές σήμερα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Καμία στιγμή και για κανένα λόγο. Οι αναρχικοί μοιραζόμαστε κάθε στιγμή του αγώνα για μια ζωή ελεύθερη δίχως καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δίχως εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Αγαπούμε την ελευθερία απεριόριστα, και εκτιμούμε ως απεριόριστες τις δυνατότητες να αναπτυχθεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε συνθήκες δημιουργικής και εκούσιας αλληλοβοήθειας.
Για να μοιραστούμε κάθε στιγμή που αγωνιζόμαστε, θα πρέπει να τιμούμε την μνήμη των αγώνων, που προηγήθηκαν, αλλά και των αγωνιστών, που συμμετείχαν σ’ αυτούς με κάθε τίμημα, με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Διατήρηση της μνήμης, όμως, δεν αποτελεί ότι συνιστά το πολιτικό συμφέρον του καθενός.
Η διατήρηση της μνήμης δεν μπορεί και δεν έχει καμία σχέση με τον επανακαθορισμό των πολιτικών συσχετισμών μέσα στο κίνημα και τις συνιστώσες του. Η διατήρηση της μνήμης για τους αναρχικούς δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ καμία συνάφεια με την ιστορία των κομμουνιστών, με την ενίσχυση της εξουσιαστικής τους θέσης στο παρόν και στο μέλλον.
Ο ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ είναι δική τους ιστορία, και δεν θα γίνει ποτέ δική μας. Όσοι την επικαλούνται στ’ όνομα της αναρχίας προσπαθούν απελπισμένα να κερδίσουν λιγοστό χρόνο, ώστε να σταθεροποιηθούν στην καινούργια θέση, που τους επιφυλάσσει η αριστερή εξουσία. Κατά βάθος δεν μας βλάπτουν. Είναι σίγουρα καλύτερα να πέφτουν ολοκληρωτικά οι μάσκες. Βιάζονται είναι αλήθεια, και ως εκ τούτου διαπράττουν πολλά και σοβαρά λάθη. Καλοδεχούμενα. Ευχόμαστε να πολλαπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον.
Από την πλευρά μας δεν έχουμε παρά να δείξουμε επιμονή και υπομονή, αλλά και τεράστια αυτοπεποίθηση όσον αφορά τα πιστεύω μας. Αποστρεφόμαστε ότι υποβιβάζει κάθε ανθρώπινη οντότητα, ότι δεσμεύει σωματικά, ηθικά, πνευματικά τις ανθρώπινες υπάρξεις. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Θέλουμε να γκρεμίσουμε κάθε φυλακή, όχι για να κτίσουμε καινούργιες, αλλά γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε τον εγκλεισμό βασανισμό. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι τα κρατικά μπουντρούμια θα γκρεμιστούν ολότελα, από τους κολασμένους, από τους επαναστάτες, και τους αναρχικούς σε κάθε εξέγερση, που θα θυμίζει εκείνες που προηγήθηκαν, αλλά και δεν θα μοιάζει με καμμία τους.
Για να φέρει, όμως, η σπίθα πυρκαγιά, θέλει καθαρές καρδιές, ανθρώπους απλούς και συνηθισμένους, που δεν φτύνουν τον διπλανό τους, δεν μισούν την ανθρώπινη αδυναμία, και δεν επιζητούν τρόπους να την τσακίσουν, λες και δεν έχουν ασχοληθεί και δεν ασχολούνται για το σκοπό αυτό τόσοι και τόσοι εξουσιαστές, τόσα κράτη, τόσα κανόνια, τόσοι έμποροι ψυχών και ανθρώπων, που τρέφονται από την δυστυχία και τον πόνο και την απέραντη αδυναμία, στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι.
Άλλο τόσο οι αναρχικοί δεν μπορούν να μιλούν για ζωτικούς χώρους, είτε αναφέρονται στα Εξάρχεια, είτε στην οποιαδήποτε γειτονιά, είτε στην πτέρυγα μιας φυλακής.
Μα, θα πει κάποιος, οι ρίζες, οι αγώνες, που έχουν δοθεί και έχουν καταγραφεί σε διάφορους χώρους δεν έχουν την σημασία τους; Τους παραδίδουμε και συνεχίζουμε κάπου άλλου χωρίς δισταγμούς χωρίς επιφυλάξεις; Όχι βέβαια, σε καμμία περίπτωση. Με ποιες ιδέες, όμως, υπερασπιζόμαστε αυτές τις ρίζες, αυτούς τους αγώνες, αυτούς τους χώρους; Με δανεικές απόψεις, με εξουσιαστικές λογικές και προοπτικές;
Με ποιους συμμάχους, με ποια μέσα; Να παραμείνουμε σε μια περιοχή με οποιοδήποτε όρο; Επιβάλλοντας την δική μας εξουσία; Αστυνομεύοντας, πουλώντας προστασία στους «προστάτες», ελέγχοντας την εγκληματικότητα, ορίζοντας το υβρίδιο της επαναστατικής εγκληματικότητας; Με το να δεχτούμε να συνδιαχειριστούμε για ένα κρίσιμο διάστημα με την αριστερή εξουσία μια παραχωρημένη «ζώνη ανομίας» (ώστε οι αναρχικοί να μην επεκτείνουν την δράση τους) και με τί αντάλλαγμα;
Οι απαντήσεις φαντάζουν αυτονόητες. Αλλά τελικά δεν είναι. Φαντάζουν απλές και απέριττες. Φθάνει να το θελήσουμε.
Επειδή, «Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα μου το επιτρέψει, αλλά ποιος θα με σταματήσει».
Συσπείρωση Αναρχικών
Πηγή: Διαδρομή Ελευθερίας
No comments:
Post a Comment