Μια συνομιλία με τον συγγραφέα Δημήτρη Μαγριπλή που άφησε την Αθήνα για την Κυπαρισσία, για να συνδυάσει το γράψιμο με την καλλιέργεια της γης Σχεδια τ. 42
«Δεν υπάρχει δύσκολο όταν κάτι το κάνεις με αγάπη. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση για κηπουρική πρόκειται. Αλλάζει ο κόπος. Ο ιδρώτας είναι περισσότερος στο χωράφι μα και ο πόνος περισσός στην ευθύνη για τα παιδιά του κόσμου. Ό,τι και να κάνει κανείς, για δουλειά πρόκειται και ευθύνη. Ό,τι επιθυμείς για σένα παραδίδεις στους άλλους και τούτο είναι φορτίο αλλά και ευχαρίστηση που την εισπράττεις μονάχα από ένα ευχαριστώ, αν και σπάνια δωρισμένο από τους πολλούς. Κοιμάσαι όμως τα βράδια». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον συγγραφέα και … αγρότη Δημήτρη Μαγριπλή που έχω την τύχη να γνωρίζω από τα «άγουρα» χρόνια της γυμνασιακής νιότης. Τότε που πιστεύαμε ότι με μια κόκκινη σημαία στο χέρι θα αλλάζαμε τον κόσμο. Πέρασαν χρόνια. Δεν αλλάξαμε τον κόσμο. Αντίθετα παλεύουμε να μην αλλάξουμε εμείς. Και ο Δημήτρης είναι μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου.
Η αφορμή να φιλοξενήσουμε τον Δημήτρη στη «Σχεδία» ήταν «Τα καναπεδάκια της Ανεργίας» που κυκλοφόρησαν πριν από λίγο καιρό. «Κάθε αλήθεια είναι βιωματική, αλλιώτικα ξεφεύγει της ποιότητας και γίνεται προκατασκευασμένο συναίσθημα. Είναι όπως η σύγκριση ανάμεσα στην ομορφιά του φυσικού φωτός και μιας λάμπας νέον. Διαλέγεις. Προσωπικά δεν μου μπήκαν ποτέ διλήμματα, τόσο για λόγους χαρακτήρα, όσο και σαν επιλογή και τρόπος ζωής. Αφήνω τα ημίμετρα για την όποια εξουσία. Στην λογοτεχνία το βίωμα είναι το ερέθισμα και η φαντασία η μετατροπή της σε τέχνη. Η τελευταία σε λυτρώνει και έτσι πετάς από πάνω σου το βαρίδι της θλίψης ή μοιράζεσαι τη χαρά της πτήσης με άλλους. Έτσι έγινε και με «Τα Καναπεδάκια της Ανεργίας». Θα έλεγα είναι το δικό μου ημερολόγιο από τα πρώτα χρόνια της εποχής των μνημονίων, τα πιο επώδυνα για όλους, όταν η ζωή μας έκανε μια απότομη περιστροφή στον αέρα και προσγειώθηκε σε ένα τοπίο ξένο και καθόλου φιλικό για τους περισσότερους. Φαντασία και βίωμα κατέγραψαν παράδοξες καταστάσεις και ένοιωσα την ανάγκη να τις μοιραστώ. Οι εκδόσεις Κριτική ανέλαβαν όλα τα υπόλοιπα», υπογραμμίζει για το (έκτο) βιβλίο που έγραψε.
Από διδάκτορας κοινωνιολογίας στο Πάντειο, ξωμάχος της γης στη Κυπαρισσία. Θα μας περιγράψεις τη διαδρομή;
«Απλή. Μπήκα μαζί με την καλή μου σε ένα σαραβαλάκι και μετά τα διόδια της Ελευσίνας ανοίξαμε τα παράθυρα. Είχε ένα δροσερό αεράκι και τραγουδούσαμε το «πάτα - πάτα οδηγέ….» όπως στις σχολικές εκδρομές. Κάποτε φτάσαμε στην όμορφη Κυπαρισσία του νότου. Η αλήθεια είναι πως εδώ υπήρχε το εξοχικό της οικογένειάς μου. Ανοίξαμε την πόρτα και όλα άρχισαν να ξετυλίγονται σαν σε μαγικό χαλί. Διώξαμε τα ποντικάκια από το σπίτι, μια οχιά, καθαρίσαμε την αυλή και φυτέψαμε λουλούδια, πήραμε ένα αξέχαστο κουτάβι την Ίρμα και κάναμε παιδάκια για να υπάρχει παρέα και διάθεση. Κατά μυστήριο λόγο όλα συνέβαλαν να συνεχίσουμε, ακόμη και τα αηδόνια, την άνοιξη, μας το έλεγαν κάθε βράδυ. Το ζήτημα ήταν οι άνθρωποι. Τους φάνηκε παράξενος ο ερχομός μας και η αλήθεια είναι πως δώσαμε μάχες. Δεν μπορώ να πω πως πείστηκαν για τις αγαθές μας προθέσεις. Δεν είχαμε και κομματική ταυτότητα απαραίτητη προϋπόθεση την εποχή εκείνη. Έτσι όσο και αν δούλεψα άοκνα σε ένα περιφερειακό ΤΕΙ και αργότερα σε τοπικό ΑΕΙ δεν μονιμοποιήθηκα ποτέ. Δεν ταίριαζα και με τις παρέες που θεωρούσαν χτήμα τους τις εν λόγω δημόσιες υπηρεσίες. Ε, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο. Ακολούθησα την συνταγή του πατέρα μου και τόσων άλλων παιδιών του εμφυλίου, ελεύθερο επάγγελμα. Σκεφτόμουνα διάφορα μα επικράτησε η άποψη που μου μετέφερε ο ψίθυρος των δένδρων. Οι ελιές μού μίλησαν για λάδι και έτσι προέκυψε η «Ωδή ελαίου», που συνιστώ να την αναζητήσετε».
-Παιδί της πόλης, ανδρώθηκες στους δρόμους του Κουκακίου, πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή στη ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης;
«Πολιτισμικό σοκ. Ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα μας που μετοίκησα. Είχαμε όμως καλές διαθέσεις. Προς στιγμήν έκοψα τα μαλλιά μου και φόρεσα καρό πουκάμισα. Η συμβία μου με βοήθησε όμως. «Τι κάνεις εκεί;» Μου είπε γελώντας. «Δεν θα πείσεις κανένα». Το σκέφτηκα και είδα πως δεν γίνεται να μασκαρεύομαι. Άλλο οι Ινδιάνοι και άλλο οι καουμπόηδες και προσωπικά διάλεγα πάντα τους πρώτους. Μετά τις εκπτώσεις είπα να πληρώσω το τίμημα και έτσι μείναμε μόνοι για αρκετό διάστημα. Ξαφνικά γνωρίσαμε την Αντιγόνη, τον Γιώργο και άλλους εφτά. Με τον ένα από αυτούς είμαι συνέταιρος αν και ό,τι κάνουμε ακολουθεί το σύνθημα «κοινότητα, κομμούνα, ενορία, αυτό είναι η άλλη κοινωνία». Και όπως κάθε συλλογικότητα, αυξάνει και φυσικά είναι πάντα ανοιχτή. Όταν υπάρχουν πολλοί τότε δεν υπάρχει θέμα προσαρμογής αλλά αλληλοπεριχώρησης και σύνθεσης σε ένα φόντο εξελισσόμενο και αείποτε διαφορετικό».
-Από το 2009 ζούμε μια τεράστια κρίση. Οικονομική, πολιτική, αλλά κυρίως πολιτισμική. Πώς την αντιμετωπίζεις;
Από διδάκτορας κοινωνιολογίας στο Πάντειο, ξωμάχος της γης στη Κυπαρισσία. Θα μας περιγράψεις τη διαδρομή;
«Απλή. Μπήκα μαζί με την καλή μου σε ένα σαραβαλάκι και μετά τα διόδια της Ελευσίνας ανοίξαμε τα παράθυρα. Είχε ένα δροσερό αεράκι και τραγουδούσαμε το «πάτα - πάτα οδηγέ….» όπως στις σχολικές εκδρομές. Κάποτε φτάσαμε στην όμορφη Κυπαρισσία του νότου. Η αλήθεια είναι πως εδώ υπήρχε το εξοχικό της οικογένειάς μου. Ανοίξαμε την πόρτα και όλα άρχισαν να ξετυλίγονται σαν σε μαγικό χαλί. Διώξαμε τα ποντικάκια από το σπίτι, μια οχιά, καθαρίσαμε την αυλή και φυτέψαμε λουλούδια, πήραμε ένα αξέχαστο κουτάβι την Ίρμα και κάναμε παιδάκια για να υπάρχει παρέα και διάθεση. Κατά μυστήριο λόγο όλα συνέβαλαν να συνεχίσουμε, ακόμη και τα αηδόνια, την άνοιξη, μας το έλεγαν κάθε βράδυ. Το ζήτημα ήταν οι άνθρωποι. Τους φάνηκε παράξενος ο ερχομός μας και η αλήθεια είναι πως δώσαμε μάχες. Δεν μπορώ να πω πως πείστηκαν για τις αγαθές μας προθέσεις. Δεν είχαμε και κομματική ταυτότητα απαραίτητη προϋπόθεση την εποχή εκείνη. Έτσι όσο και αν δούλεψα άοκνα σε ένα περιφερειακό ΤΕΙ και αργότερα σε τοπικό ΑΕΙ δεν μονιμοποιήθηκα ποτέ. Δεν ταίριαζα και με τις παρέες που θεωρούσαν χτήμα τους τις εν λόγω δημόσιες υπηρεσίες. Ε, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο. Ακολούθησα την συνταγή του πατέρα μου και τόσων άλλων παιδιών του εμφυλίου, ελεύθερο επάγγελμα. Σκεφτόμουνα διάφορα μα επικράτησε η άποψη που μου μετέφερε ο ψίθυρος των δένδρων. Οι ελιές μού μίλησαν για λάδι και έτσι προέκυψε η «Ωδή ελαίου», που συνιστώ να την αναζητήσετε».
-Παιδί της πόλης, ανδρώθηκες στους δρόμους του Κουκακίου, πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή στη ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης;
«Πολιτισμικό σοκ. Ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα μας που μετοίκησα. Είχαμε όμως καλές διαθέσεις. Προς στιγμήν έκοψα τα μαλλιά μου και φόρεσα καρό πουκάμισα. Η συμβία μου με βοήθησε όμως. «Τι κάνεις εκεί;» Μου είπε γελώντας. «Δεν θα πείσεις κανένα». Το σκέφτηκα και είδα πως δεν γίνεται να μασκαρεύομαι. Άλλο οι Ινδιάνοι και άλλο οι καουμπόηδες και προσωπικά διάλεγα πάντα τους πρώτους. Μετά τις εκπτώσεις είπα να πληρώσω το τίμημα και έτσι μείναμε μόνοι για αρκετό διάστημα. Ξαφνικά γνωρίσαμε την Αντιγόνη, τον Γιώργο και άλλους εφτά. Με τον ένα από αυτούς είμαι συνέταιρος αν και ό,τι κάνουμε ακολουθεί το σύνθημα «κοινότητα, κομμούνα, ενορία, αυτό είναι η άλλη κοινωνία». Και όπως κάθε συλλογικότητα, αυξάνει και φυσικά είναι πάντα ανοιχτή. Όταν υπάρχουν πολλοί τότε δεν υπάρχει θέμα προσαρμογής αλλά αλληλοπεριχώρησης και σύνθεσης σε ένα φόντο εξελισσόμενο και αείποτε διαφορετικό».
-Από το 2009 ζούμε μια τεράστια κρίση. Οικονομική, πολιτική, αλλά κυρίως πολιτισμική. Πώς την αντιμετωπίζεις;
«Με την θαυμαστή στωικότητα και δύναμη που έχουμε όλοι μας. Αν κάτι παρόμοιο είχε συμβεί στην Ελβετία λ.χ., όπως με διαβεβαίωνε μια καλή φίλη, από τα μέρη αυτά, θα είχε γίνει χαμός. Οι μισοί θα είχαν πάθει συλλογική υστερία και οι άλλοι θα είχαν πετάξει από τα μπαλκόνια τους. Εδώ όλα δείχνουν την αξία προέλευσης. Πολλά τα χρόνια της σκλαβιάς. Μάθαμε. Εμείς και οι μαύροι δούλοι στην Αμερική. Τετρακόσια χρόνια. Έχει γραφτεί στην μνήμη μας. Άλλωστε ο προπάππους μου ήταν οπλαρχηγός στην Κρητική επανάσταση στο Λασίθι, ο παππούς μου στρατιωτικός που πέθανε στους Βαλκανικούς πολέμους και ο πατέρας μου αργότερα, πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ. Ο γιος μου μαθαίνει πολεμικές τέχνες και οι κόρες μου ξέρουν να ζυμώνουν ψωμί. Κάθε τόσο ξαναδιαβάζω Σολωμό αλλά και Καβάφη, Παπαδιαμάντη και Σεφέρη, Ρίτσο και την Καινή διαθήκη, ιδιαίτερα τους Μακαρισμούς…. Μου αρέσει πολύ να περιδιαβαίνω νοητά την Ελλάδα μέσα από την πολιτιστική γεωγραφία της. Παντού συναντώ λυρισμό και λεβεντιά και αυτό με κάνει να πιστεύω πως σύντομα θα σημάνει ανάσταση».
-Από τα γραπτά σου αναδύεται Πατερική ατμόσφαιρα. Μπορεί στη σημερινή υλιστική & καταναλωτική κοινωνία η Ορθοδοξία να δώσει διέξοδο στον άνθρωπο;
-Από τα γραπτά σου αναδύεται Πατερική ατμόσφαιρα. Μπορεί στη σημερινή υλιστική & καταναλωτική κοινωνία η Ορθοδοξία να δώσει διέξοδο στον άνθρωπο;
«Η «Χλίδα» (ένα από τα πρώτα μικροδιηγήματα της συλλογής μου), μας οδήγησε στην σημερινή μιζέρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ευθύνες επιμερίζονται δίκαια. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Πάντα κοιτάμε ή δείχνουμε τον άλλο στην αστοχία μας. Αυτή φταίει , αυτός, οι κακές παρέες… Μετά με τα χρόνια καταλήγουμε ότι τα πάντα είναι επιλογές και μάλιστα προσωπικές αφού αναφερόμαστε στην τύχη μας. Το ίδιο συμβαίνει και στο συλλογικό, μόνο που εδώ πολλές φορές μας χειραγωγούν τα κόμματα και οι ιδεοληψίες. Όπως και να έχει απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αυτογνωσία με απαρχή την μετάνοια. Να διορθωθούμε δηλαδή και έτσι να κοιτάξουμε μπροστά και να χτίσουμε ό,τι επιτρέπει ο χρόνος μας και τα ερείπιά του. Αν και έχω σπουδάσει Θεολογία δεν τολμώ να δηλώσω τίποτα παραπάνω από κοινωνός. Κοινωνός σε ένα τραπέζι που στρώνεται και προσκαλεί πάλι και πάλι. Άλλοτε είμαι παρών και άλλοτε απών, εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση και τις ταπεινές μου διαθέσεις. Έτσι είναι . Προσπαθούμε να είμαστε μα το εγχείρημα είναι τόσο δύσκολο όσο και η σχοινοβασία σε τεντωμένο σκοινί. Όταν χάνεις την ισορροπία σου πέφτεις. Το θέμα είναι να συνεχίσεις παρά τα τραύματα. Η Ορθοδοξία δεν είναι συνταγή και όταν γίνεται κανόνας ή ιδεολογία, οδηγεί τουλάχιστον σε συλλογικό επίπεδο, στην πιο ακραία εκδοχή της καταπίεσης, τη θεοκρατία. Είναι όμως τρόπος και χρόνος για όποιον επιμένει να ζει μαζί με τα θαύματα. Και θαύμα είναι να ξεχωρίζεις τον ανθό της λεμονιάς σαν πιο μεγάλο και θαυμαστό από ένα πολυτελές αυτοκίνητο».
-Νέος εντάχθηκες στην αριστερά, την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Σήμερα η κυβέρνηση δηλώνει «αριστερή». Συμφωνείς;
-Νέος εντάχθηκες στην αριστερά, την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Σήμερα η κυβέρνηση δηλώνει «αριστερή». Συμφωνείς;
«Ο Ρήγας ήταν προσωπική μου επιλογή και τρομερή εμπειρία. Υπέροχα χρόνια. Δεν ξέρω πως τα αντιλαμβάνονται άλλοι που πέρασαν από εκεί μα θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους και την δική μου μαρτυρία, καθότι διατέλεσα και μέλος του κεντρικού συμβουλίου της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος στην Αθήνα, την εποχή που ο νυν πρόεδρος της βουλής ήταν γραμματέας. Ο σοσιαλισμός που ονειρευτήκαμε βασιζόταν στην ελευθερία και την δημοκρατία. Η ελευθερία και η δημοκρατία μας έκανε ευφάνταστους και ερωτικούς και αυτός ο συνδυασμός μας καθιστούσε ανθό και πρωτοπορία στις ημέρες μας. Κάποια από τα παιδιά της εποχής εκείνης είναι σήμερα στο κυβερνητικό σχήμα και άλλα πολλά, τα περισσότερα και ίσως τα καλύτερα, σπίτι τους. Έτσι γίνεται πάντα. Η εξουσία απαιτεί προσαρμογές και κινήσεις αναδίπλωσης. Αισθητικά και ποιοτικά θα έλεγα ότι δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στον Ρήγα του ’80 και την κυβέρνηση. Προσωπικά «μια φορά και πάντα Ρηγάς», με το δικαίωμα της αναθεώρησης και του φαντασιακού σε ό,τι ορίζεται αριστερό και σοσιαλιστικό. Λόγου χάριν για μένα η θρησκεία ήταν πάντοτε «όπιο» με την έννοια του ισχυρού παυσίπονου, που άλλωστε ίσχυε την εποχή του Μαρξ και όχι δόγμα και εφαρμογή αντικληρικισμού όπως το κατάλαβε ο Στάλιν και οι θαυμαστές του. Αριστερός σημαίνει ήθος, κουλτούρα, αλληλεγγύη στους αδικημένους από την φύση και την κοινωνία, προσφορά και λειτούργημα με βάση τη θέση και τις δυνατότητες του καθένα, χρέος και πατριωτισμός και προπαντός «Αγάπη» στον συνάνθρωπο, τον άλλο τον διαφορετικό. Αν αυτή η κυβέρνηση κινείται προς τα εκεί είναι αριστερή αν όχι είναι απλά ακόμη μια φάρσα της ιστορίας. Προς το παρόν, είναι καλύτεροι διαχειριστές μνημονίων από τους προηγούμενους, παρά σκαπανείς στο δρόμο για το σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία».
-Από το καλοκαίρι η Ελλάδα ζει μια πρωτόγνωρη κατάσταση με χιλιάδες ανθρώπους, διωγμένους από τις πατρίδες τους, να επιζητούν ένα ασφαλές κομμάτι γης, πώς το εισπράττεις;
-Από το καλοκαίρι η Ελλάδα ζει μια πρωτόγνωρη κατάσταση με χιλιάδες ανθρώπους, διωγμένους από τις πατρίδες τους, να επιζητούν ένα ασφαλές κομμάτι γης, πώς το εισπράττεις;
«Ως επανάληψη της Ιστορίας. Απλά τώρα μιλούν μια άλλη γλώσσα και όχι τη δική μας, την ελληνική. Κοιτούσα σε κάποιο αρχείο τους χώρους υποδοχής στην Συρία όταν οι δικοί μας πρόγονοι βρήκαν καταφύγιο μετά τον διωγμό από την Μικρά Ασία. Πίκρα. Έτσι και τώρα μια πίκρα που κάνει κόμπο στον ουρανίσκο και ένα δάκρυ που γλιστρά από την σιωπή μου. Τόσα χρόνια πολιτισμός, τόσες εξαγγελίες για το «τέλος της ιστορίας» και τόσα λόγια για την μαγεία της παγκοσμιοποίησης. Εκεί που όλοι μιλούσαν για πολυπολιτισμικότητα και σεβασμό στο διαφορετικό να σου μια βόμβα, με χώρα προέλευσης κάπου στην δύση, κάνει συντρίμμια όλο το οικοδόμημα. Με φερετζέ την θρησκεία και πληρωμένους μουλάδες οι ισχυροί του πλούτου ελπίζουν σε κέρδη τρελά και αφθονία ευκαιριών. Η καταστροφή αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Στην ουσία δεν υπάρχει ασφάλεια πουθενά. Με το τελευταίο στο νου, όπως και η πλειονότητα των Ελλήνων καλωσορίζω από καρδιάς τους πρόσφυγες στα δικά μας χάλια».
«Τα καναπεδάκια της Ανεργίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κριτική
«Τα καναπεδάκια της Ανεργίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κριτική
No comments:
Post a Comment