Του Περικλή Κοροβέση
Αν κάποιος αρχάγγελος έβγαινε από έναν πίνακα του Ραφαήλ, ζωντάνευε και άκουγα το γλυκό του φτερούγισμα πίσω από τις πλάτες μου, θα του ζητούσα, χωρίς δισταγμό, μία και μόνο χάρη: να μου δοθεί το χάρισμα να μην πεθάνω ηλίθιος.
Και ξέρω τι θα μου απαντούσε: «Αυτό είναι δικιά σου δουλειά. Οχι δικιά μου. Εγώ βρίσκομαι στο επέκεινα». Και φυσικά ο αρχάγγελος θα ξαναγύριζε απογοητευμένος στο καναβάτσο του. Και εγώ θα αισθανόμουν φοβερά αμήχανα. Να έχω δει για πρώτη φορά στη ζωή μου ζωντανό αρχάγγελο και αντί να κάτσω να χαρώ το πέταγμά του, να του ζητάω ρουσφέτι.
Σαν να ήμουν για πρώτη φορά αριστερός, δηλαδή πρωτάρης, και όχι πεπαλαιωμένος που μετράει αρκετές δεκαετίες. Αλλά, όπως φαίνεται, η ζωή από μόνη της δεν μας διδάσκει τίποτα αν οι ίδιοι δεν θελήσουμε να διδαχτούμε.
Αν σε κάτι πάμε καλά ως χώρα, είναι στις κηδείες. Από προσωπική εμπειρία, μπορώ να μετρήσω περίπου μία κηδεία κάθε εβδομάδα, καμιά φορά και δύο. Οπως πήγαινα παλιά στον κινηματογράφο. Μπορεί οι δικές μου εμπειρικές παρατηρήσεις να μην έχουν επιστημονική εγκυρότητα, αλλά τα στατιστικά στοιχεία είναι αδιάσειστα. Εχουμε μέγα δημογραφικό πρόβλημα.
Οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. Και ο πληθυσμός γερνάει. Και εδώ λέμε ευτυχώς που υπάρχουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Αν η Ευρώπη είχε απαλλαγεί από τις ναζιστικές και φασιστικές της ρίζες, θα μπορούσαμε να λέμε πως αυτή η ξεριζωμένη και περιπλανώμενη εργατική δύναμη είναι μια πλουτοπαραγωγική πηγή. Φανταστείτε πόσα δημόσια έργα θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Αλλά ό,τι δημόσιο και κοινό γίνεται, θεωρείται στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αναχρονισμός.
Και είναι απορίας άξιον πώς οι τοκογλύφοι-δανειστές δεν σκέφτηκαν να επιβάλουν ακόμα έναν φόρο που να αφορά τους νεκρούς. Αλλά καλύτερα να σταματήσω εδώ για να μη δίνω ιδέες στο κουαρτέτο και στους εδώ εκπροσώπους του. Ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
Οι κηδείες, που αφορούν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, αντί να είναι αφορμή για φιλοσοφικές συζητήσεις για το νόημα της πεπερασμένης ζωής, που για να δικαιωθεί χρειάζεται μια αιωνιότητα με αρμονία και ευτυχία, γίνονται οι πιο τετριμμένες και βαρετές συζητήσεις.
Και αν ο εκλιπών είναι επώνυμος, πλακώνουν και οι πολιτικοί, χωρίς να γνωρίζουν τον άνθρωπο ή το έργο του, μόνο και μόνο για να κάνουν ακόμα μια δημόσια εμφάνιση. Οπως το ίδιο κάνουν με τις φωτιές, τους σεισμούς ή τις πλημμύρες.
Εμφανίζεται ο αρμόδιος υπουργός ή ο πρωθυπουργός και δίνουν προσωπικά οδηγίες (για το τηλεοπτικό σόου βέβαια). Τι μπορεί να ξέρει ένας πρωθυπουργός από πυρκαγιές, αν δεν υπήρξε ο ίδιος στη ζωή του επαγγελματίας πυροσβέστης; Τι κι αν δεκάδες εκθέσεις του Πυροσβεστικού Σώματος για τις προβλέψεις και την καταπολέμηση των πυρκαγιών πάνε κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων; Αλλά είπαμε. Η σύγχρονη πολιτική είναι θέαμα που απευθύνεται στους αργόσχολους πολίτες. Οχι στους ενεργούς.
Αλλά εμείς που θεωρούμε τον εαυτό μας ενεργό πολίτη, πόσο χαιρόμαστε τη μέρα που ξημερώνει; Να πούμε ένα ευχαριστώ στη ζωή που μας κρατάει κοντά της. Και όσες συμφορές και να έχουμε, που δεν είναι λίγες, να δούμε πως σηκώθηκε και για μας ένας ήλιος και να τον ακολουθήσουμε.
Το περίφημο προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι μια πορεία προς ένα μέλλον, άσχετα αν αυτό το μέλλον είναι μισαλλοδοξία και φασισμός; Και αυτό είναι σίγουρα κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν διαλέξει. Αλλά η πορεία είναι το παν. Ακίνητος πεθαίνεις. Αυτό είναι βέβαιο. Περπατώντας μπορεί να βρεις και κάποια άκρη. Πάντα και παντού υπάρχουν άνθρωποι. Και αυτούς πρέπει να ψάχνουμε.
Είδα έναν Αφρικανό ρακοσυλλέκτη να ψάχνει στα σκουπίδια και να τραγουδάει και να χορεύει. Τον ρώτησα πού βρίσκει αυτό το κέφι. Και μου έδωσε μια απάντηση και με άφησε σύξυλο. «Είμαι ο μόνος ζωντανός από την οικογένειά μου. Και όσο είμαι εγώ ζωντανός και χαρούμενος, υπάρχουν και αυτοί δίπλα μου και τραγουδούν και χορεύουν μαζί μου».
Τον ρώτησα αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Και η αντίδρασή του ήταν σκληρή: «Εσείς οι λευκοί σκοτώσατε την οικογένειά μου. Από σας θέλω να μην μπαίνετε στη ζωή μου. Φύγετε, κύριε, και αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου». Πήρα το μάθημά μου και έφυγα με χίλιες δυο σκέψεις στο μυαλό μου.
Αν η πάλαι ποτέ ναζιστική Αυστρία είναι Ευρώπη, τότε τι δουλειά έχω εγώ σε αυτήν την «πολιτισμένη γηραιά ήπειρο»; Αν η Χρυσή Αυγή είναι η Ελλάδα, τι δουλειά έχω εγώ με τους μαχαιροβγάλτες; Δρόμος λοιπόν και πάλι δρόμος, που γκρεμίζει τους φράχτες. Τίποτα άλλο. Και έτσι είμαστε καλά.
ΥΓ. Αυτήν την εβδομάδα είχα δύο κηδείες.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Αν κάποιος αρχάγγελος έβγαινε από έναν πίνακα του Ραφαήλ, ζωντάνευε και άκουγα το γλυκό του φτερούγισμα πίσω από τις πλάτες μου, θα του ζητούσα, χωρίς δισταγμό, μία και μόνο χάρη: να μου δοθεί το χάρισμα να μην πεθάνω ηλίθιος.
Και ξέρω τι θα μου απαντούσε: «Αυτό είναι δικιά σου δουλειά. Οχι δικιά μου. Εγώ βρίσκομαι στο επέκεινα». Και φυσικά ο αρχάγγελος θα ξαναγύριζε απογοητευμένος στο καναβάτσο του. Και εγώ θα αισθανόμουν φοβερά αμήχανα. Να έχω δει για πρώτη φορά στη ζωή μου ζωντανό αρχάγγελο και αντί να κάτσω να χαρώ το πέταγμά του, να του ζητάω ρουσφέτι.
Σαν να ήμουν για πρώτη φορά αριστερός, δηλαδή πρωτάρης, και όχι πεπαλαιωμένος που μετράει αρκετές δεκαετίες. Αλλά, όπως φαίνεται, η ζωή από μόνη της δεν μας διδάσκει τίποτα αν οι ίδιοι δεν θελήσουμε να διδαχτούμε.
Αν σε κάτι πάμε καλά ως χώρα, είναι στις κηδείες. Από προσωπική εμπειρία, μπορώ να μετρήσω περίπου μία κηδεία κάθε εβδομάδα, καμιά φορά και δύο. Οπως πήγαινα παλιά στον κινηματογράφο. Μπορεί οι δικές μου εμπειρικές παρατηρήσεις να μην έχουν επιστημονική εγκυρότητα, αλλά τα στατιστικά στοιχεία είναι αδιάσειστα. Εχουμε μέγα δημογραφικό πρόβλημα.
Οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. Και ο πληθυσμός γερνάει. Και εδώ λέμε ευτυχώς που υπάρχουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Αν η Ευρώπη είχε απαλλαγεί από τις ναζιστικές και φασιστικές της ρίζες, θα μπορούσαμε να λέμε πως αυτή η ξεριζωμένη και περιπλανώμενη εργατική δύναμη είναι μια πλουτοπαραγωγική πηγή. Φανταστείτε πόσα δημόσια έργα θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Αλλά ό,τι δημόσιο και κοινό γίνεται, θεωρείται στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αναχρονισμός.
Και είναι απορίας άξιον πώς οι τοκογλύφοι-δανειστές δεν σκέφτηκαν να επιβάλουν ακόμα έναν φόρο που να αφορά τους νεκρούς. Αλλά καλύτερα να σταματήσω εδώ για να μη δίνω ιδέες στο κουαρτέτο και στους εδώ εκπροσώπους του. Ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
Οι κηδείες, που αφορούν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, αντί να είναι αφορμή για φιλοσοφικές συζητήσεις για το νόημα της πεπερασμένης ζωής, που για να δικαιωθεί χρειάζεται μια αιωνιότητα με αρμονία και ευτυχία, γίνονται οι πιο τετριμμένες και βαρετές συζητήσεις.
Και αν ο εκλιπών είναι επώνυμος, πλακώνουν και οι πολιτικοί, χωρίς να γνωρίζουν τον άνθρωπο ή το έργο του, μόνο και μόνο για να κάνουν ακόμα μια δημόσια εμφάνιση. Οπως το ίδιο κάνουν με τις φωτιές, τους σεισμούς ή τις πλημμύρες.
Εμφανίζεται ο αρμόδιος υπουργός ή ο πρωθυπουργός και δίνουν προσωπικά οδηγίες (για το τηλεοπτικό σόου βέβαια). Τι μπορεί να ξέρει ένας πρωθυπουργός από πυρκαγιές, αν δεν υπήρξε ο ίδιος στη ζωή του επαγγελματίας πυροσβέστης; Τι κι αν δεκάδες εκθέσεις του Πυροσβεστικού Σώματος για τις προβλέψεις και την καταπολέμηση των πυρκαγιών πάνε κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων; Αλλά είπαμε. Η σύγχρονη πολιτική είναι θέαμα που απευθύνεται στους αργόσχολους πολίτες. Οχι στους ενεργούς.
Αλλά εμείς που θεωρούμε τον εαυτό μας ενεργό πολίτη, πόσο χαιρόμαστε τη μέρα που ξημερώνει; Να πούμε ένα ευχαριστώ στη ζωή που μας κρατάει κοντά της. Και όσες συμφορές και να έχουμε, που δεν είναι λίγες, να δούμε πως σηκώθηκε και για μας ένας ήλιος και να τον ακολουθήσουμε.
Το περίφημο προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι μια πορεία προς ένα μέλλον, άσχετα αν αυτό το μέλλον είναι μισαλλοδοξία και φασισμός; Και αυτό είναι σίγουρα κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν διαλέξει. Αλλά η πορεία είναι το παν. Ακίνητος πεθαίνεις. Αυτό είναι βέβαιο. Περπατώντας μπορεί να βρεις και κάποια άκρη. Πάντα και παντού υπάρχουν άνθρωποι. Και αυτούς πρέπει να ψάχνουμε.
Είδα έναν Αφρικανό ρακοσυλλέκτη να ψάχνει στα σκουπίδια και να τραγουδάει και να χορεύει. Τον ρώτησα πού βρίσκει αυτό το κέφι. Και μου έδωσε μια απάντηση και με άφησε σύξυλο. «Είμαι ο μόνος ζωντανός από την οικογένειά μου. Και όσο είμαι εγώ ζωντανός και χαρούμενος, υπάρχουν και αυτοί δίπλα μου και τραγουδούν και χορεύουν μαζί μου».
Τον ρώτησα αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Και η αντίδρασή του ήταν σκληρή: «Εσείς οι λευκοί σκοτώσατε την οικογένειά μου. Από σας θέλω να μην μπαίνετε στη ζωή μου. Φύγετε, κύριε, και αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου». Πήρα το μάθημά μου και έφυγα με χίλιες δυο σκέψεις στο μυαλό μου.
Αν η πάλαι ποτέ ναζιστική Αυστρία είναι Ευρώπη, τότε τι δουλειά έχω εγώ σε αυτήν την «πολιτισμένη γηραιά ήπειρο»; Αν η Χρυσή Αυγή είναι η Ελλάδα, τι δουλειά έχω εγώ με τους μαχαιροβγάλτες; Δρόμος λοιπόν και πάλι δρόμος, που γκρεμίζει τους φράχτες. Τίποτα άλλο. Και έτσι είμαστε καλά.
ΥΓ. Αυτήν την εβδομάδα είχα δύο κηδείες.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
No comments:
Post a Comment