Του Δημήτρη Μαγριπλή
Ξυπνήσαμε αχάραγο. Η μάννα μας είχε έτοιμο γάλα. Ο μικρός δεν το ήπιε. Ήθελε μέσα σοκολάτα. Βασικά δεν ήθελε τίποτα. Είχε και αυτός την ίδια αγωνία. Εγώ μεγαλύτερος, πήρα τα τρίγωνα και βγήκαμε στην πόλη. Στην αγορά ίσα που άρχιζε το παζάρι.
- Έτοιμος; Τον σκούντησα και αρχίσαμε να τα λέμε.
Άλλος πορτοκάλια, άλλος μήλα, ο κυρ Αντρέας δύο τεράστια κεφαλόπουλα, ακόμη και στο φαρμακείο παστίλιες για τον βήχα. Είχαμε φορτωθεί δύο σακούλες και πηγαίναμε για τρίτη.
- Θέλω τσίτσα, μου είπε στο αυτί.
- Τώρα;
Μπήκαμε στο μεγάλο καφενείο. Κανείς δεν έδωσε σημασία.
- Πως βρωμάει εδώ μέσα;
- Σκάσε και κατούρα, του μίλησα απότομα.
Κάπνα, τάβλι και άφθονο ούζο. Σταθήκαμε λίγο σε ένα πράσινο τραπέζι. Πως έπαιζε με την τράπουλα…έφτιαχνε πύργους και ύστερα τους φύσαγε. Μαγεύτηκα. Κοιτούσα σαν χάνος.
- Παίζεις; Μου λέει ο μπάτσος.
- Δεν ξέρω.
- Θα σου μάθω.
Πάνω που κάτσαμε για ιδιαίτερο, άρχισε να ρωτά.
- Ξυπνήσατε πρωί;
Τον κοιτούσαμε αμίλητοι. Η μάννα, μας είχε ψυλλιάσει. Ο μικρός με τράβηξε και σηκώθηκα πάνω. Πριν την πόρτα ένα χέρι με κρύωσε.
- Άδεια έχετε;
Τον κοίταξα αμήχανος. Μας έβαλε να κάτσουμε στο τραπέζι ξανά. Σε λίγο έφτασε ο γιος της κυρά Θοδώρας. Με την αστραφτερή του στολή, μας πήγε βόλτα στο τμήμα. Εκεί ο μικρός ήθελε να τα πούμε. Τον τσίμπησα και άρχισε να κλαίει.
- Τι έχει το παιδάκι; Ρώτησε η κυρία με την στολή.
- Πεινάει, απάντησα και τον πήρα μια ζεστή αγκαλιά.
Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Βρήκανε πάνω μας κέρματα, κοντά δέκα ευρώ.
- Να πάρεις τα ψώνια από τον μανάβη, του είπα κλείνοντας το μάτι με τρόπο. Κατάλαβε.
Έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία. Αυτόφωρο. Ήμασταν παράνομοι. Ούτε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ούτε μπλοκάκι αποδείξεων. Σε χάρτινο πύργο κλεισμένοι. Ο μικρός με έπεισε πως ήτανε μάγος.
- Και μείς πειρατές!..., τον διαβεβαίωσα.
Το βράδυ των Χριστουγέννων οι καλικάντζαροι φύσηξαν, ο τοίχος σαν τραπουλόχαρτο έπεσε και πάνω στα φτερά του αγγέλου, γυρίσαμε σπίτι μας.
Ξυπνήσαμε αχάραγο. Η μάννα μας είχε έτοιμο γάλα. Ο μικρός δεν το ήπιε. Ήθελε μέσα σοκολάτα. Βασικά δεν ήθελε τίποτα. Είχε και αυτός την ίδια αγωνία. Εγώ μεγαλύτερος, πήρα τα τρίγωνα και βγήκαμε στην πόλη. Στην αγορά ίσα που άρχιζε το παζάρι.
- Έτοιμος; Τον σκούντησα και αρχίσαμε να τα λέμε.
Άλλος πορτοκάλια, άλλος μήλα, ο κυρ Αντρέας δύο τεράστια κεφαλόπουλα, ακόμη και στο φαρμακείο παστίλιες για τον βήχα. Είχαμε φορτωθεί δύο σακούλες και πηγαίναμε για τρίτη.
- Θέλω τσίτσα, μου είπε στο αυτί.
- Τώρα;
Μπήκαμε στο μεγάλο καφενείο. Κανείς δεν έδωσε σημασία.
- Πως βρωμάει εδώ μέσα;
- Σκάσε και κατούρα, του μίλησα απότομα.
Κάπνα, τάβλι και άφθονο ούζο. Σταθήκαμε λίγο σε ένα πράσινο τραπέζι. Πως έπαιζε με την τράπουλα…έφτιαχνε πύργους και ύστερα τους φύσαγε. Μαγεύτηκα. Κοιτούσα σαν χάνος.
- Παίζεις; Μου λέει ο μπάτσος.
- Δεν ξέρω.
- Θα σου μάθω.
Πάνω που κάτσαμε για ιδιαίτερο, άρχισε να ρωτά.
- Ξυπνήσατε πρωί;
Τον κοιτούσαμε αμίλητοι. Η μάννα, μας είχε ψυλλιάσει. Ο μικρός με τράβηξε και σηκώθηκα πάνω. Πριν την πόρτα ένα χέρι με κρύωσε.
- Άδεια έχετε;
Τον κοίταξα αμήχανος. Μας έβαλε να κάτσουμε στο τραπέζι ξανά. Σε λίγο έφτασε ο γιος της κυρά Θοδώρας. Με την αστραφτερή του στολή, μας πήγε βόλτα στο τμήμα. Εκεί ο μικρός ήθελε να τα πούμε. Τον τσίμπησα και άρχισε να κλαίει.
- Τι έχει το παιδάκι; Ρώτησε η κυρία με την στολή.
- Πεινάει, απάντησα και τον πήρα μια ζεστή αγκαλιά.
Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Βρήκανε πάνω μας κέρματα, κοντά δέκα ευρώ.
- Να πάρεις τα ψώνια από τον μανάβη, του είπα κλείνοντας το μάτι με τρόπο. Κατάλαβε.
Έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία. Αυτόφωρο. Ήμασταν παράνομοι. Ούτε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ούτε μπλοκάκι αποδείξεων. Σε χάρτινο πύργο κλεισμένοι. Ο μικρός με έπεισε πως ήτανε μάγος.
- Και μείς πειρατές!..., τον διαβεβαίωσα.
Το βράδυ των Χριστουγέννων οι καλικάντζαροι φύσηξαν, ο τοίχος σαν τραπουλόχαρτο έπεσε και πάνω στα φτερά του αγγέλου, γυρίσαμε σπίτι μας.
No comments:
Post a Comment