Του Δημήτρη Μαγριπλή
Επιτέλους αποκαταστάθηκα. Ήταν τόση η ανακούφιση ώστε παρήγγειλα καφέ και κουλούρι. Μπήκα στα έξοδα, αλλά άξιζε. Αυτή την στιγμή την περίμενα χρόνια. Μισθοσυντήρητος και κρατικοδίαιτος σε χρόνια κρίσης. Ένα όνειρο.
Μια δικαίωση των κόπων και των θυσιών μου. Δεκαπέντε χρόνια. Ίσως και παραπάνω άμα προσθέσει κανείς τα ένσημα, από την εποχή της ενηλικίωσής μου. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου.
Με ταλαιπώρησαν όμως. Ακόμη και την τελευταία στιγμή. «Φέρε χαρτιά, ξαναφέρε χαρτιά, αυτό δεν κάνει, ετούτο είναι άκυρο…». Ευτυχώς δεν ξέφυγα. Ήμουν αποφασισμένος. Όσο και να με προκαλούσαν δεν τσίμπησα. Ήξερα που στόχευαν. Στην αδυναμία μου και στην στιγμή που θα φώναζα με θυμό. Θα με απέβαλλαν για άλλη μια φορά και θα έχανα την ευκαιρία. Έπαιξε θετικό ρόλο και η σύζυγος.
- Πρόσεχε, μου τόνιζε κάθε πρωί που έτρεχα για τις βεβαιώσεις. Έχουμε τρία παιδιά.
Το εμπέδωσα. Αυτή τη φορά είπα μέσα μου δεν θα πιαστώ κορόιδο. Άλλωστε ήταν και μια απόλυτα αξιοκρατική διαδικασία. Εδώ δεν υπήρχαν πονηρά προαπαιτούμενα. Κανείς δεν σου έκλεινε το μάτι και δεν χρειαζόταν να δείξεις κομματική ταυτότητα. Κατέθετες τα πιστοποιητικά και ύστερα από ένα τυπικό έλεγχο είχες το ποθούμενο. Σίγουρο μισθό, καταβολή των δεδουλευμένων κάθε πρώτη του μηνός και απασχόληση με βάση τα μεράκια και τις ορέξεις σου. Παράδεισος για ένα χρόνο. Ας είναι, θα με πληρώνουν για να κάνω τέχνη. Άρχισα να πιστεύω στην αναγκαιότητα του μνημονίου. Προς στιγμή άγγελος και Αγγέλα ήταν το ίδιο. Δίπλα ο Γιώργος να κάνει ποδήλατο, ο Αντώνης μαγκιές στο γήπεδο και εγώ να φωνάζω στην εξέδρα: «έχω μισθό, έχω μισθό …».
Πάνω στην χαρά πήγα λίγο να φύγω. Στην τελευταία συνέντευξη. Εκεί που ο υπάλληλος με ρώταγε για προσόντα. Δεν μπορούσε να καταλάβει με τίποτα την ειδικότητά μου: «Επίκουρος καθηγητής – συνεργάτης».
- Τι είναι αυτό; με ρώτησε.
- Γράψε εκπαιδευτικός, του απάντησα σε έντονο ύφος.
Δυσκολεύτηκε αλλά το πέρασε. Ο δρόμος είχε ανοίξει. Κράτησα σφιχτά το ποτηράκι του καφέ. Θα μου χρειαζόταν. Είχα φτάσει στην πηγή. Με την καρτούλα μου και φυσικά την έντυπη βεβαίωση για τις απολαβές και τον ακριβή χρόνο των εκταμιεύσεών τους. Που τόσα χρόνια; πληρωμές κάθε εξάμηνο, παρακάλια και προσοχή στους μόνιμους για ανανέωση της σύμβασης, χαμόγελα και υποκύψεις στους αιρετούς. Και η ανταμοιβή, αν αφαιρέσεις βενζίνες, καφέδες, κανένα σάντουιτς, μια η άλλη.
Βγήκα χαρούμενος και έτρεξα στον σταθμό.
- Πρώτη εγγραφή; Με ρώτησε ο σταθμάρχης.
- Μάλιστα, απάντησα με χαμόγελο.
Μου έδωσε τα απαραίτητα. Ένα κατουρογιάλι, ένα πιρούνι, μια πετσέτα προσώπου και ένα μπουκάλι μπύρα.
- Θα τα χρειαστείτε, μου είπε με ευγένεια. Καλή συνέχεια.
- Και στα δικά σου, του αντέτεινα με διάθεση.
Μας έβαλαν στην σκευοφόρο. Προς έκπληξη συνάντησα αρκετούς γνωστούς. Άλλος δέκα, άλλος είκοσι, ακόμη και τριάντα συναπτά έτη εργασιακής προσφοράς. Όλοι δικαιωμένοι. Τραγουδήσαμε, κάναμε πλακίτσες και κάποτε αποβιβαστήκαμε.
«Η εργασία απελευθερώνει», έγραφε στην είσοδο του εργοταξίου. Μας οδήγησαν σε κάτι μεγάλους θαλάμους. Έπιασα πάνω κρεβάτι και γρήγορα έκανα χρήση του γιογιο. Με την πετσέτα σκεπάστηκα το πρώτο βράδυ. Έκανε κρύο. Την άλλη μέρα μας μοίρασαν φωτογραφίες της νέας κυβέρνησης. Χρησιμοποίησα το πιρούνι. Τους έβγαλα τα μάτια αργά, κάνοντας τέχνη. Την μπύρα την έχυσα. Δεν είχα κέφι να πιω. Κράτησα όμως το μπουκάλι. Δεν ξέρεις είπα και το έκρυψα. Θα μάθαινα να φτιάχνω μολότοφ. Στις γραμμές, όλη τη μέρα επίκυψη. Για να περάσει το σύγχρονο τραίνο. Νύχτα γυρίσαμε πτώματα. Λιποθυμήσαμε κάμποσες ώρες.
- Ξύπνα τεμπέλη, άκουσα δυνατά στον ύπνο μου.
Πετάχτηκα. Πρώτη του μήνα. Θα αργήσω σκέφτηκα και βγήκα στους δρόμους. Στον οργανισμό είχαν απεργία. Μου ήρθε ο ουρανός κατακούτελα.
- Πως θα πληρώσω το χαράτσι ρε όρνεα; Ούρλιαξα κάπως πιο πρόστυχα και όρμησα στην τζαμαρία του ταμείου φωνάζοντας: «Τον μισθό μου ρε, τον μισθό μου».΄
Επιτέλους αποκαταστάθηκα. Ήταν τόση η ανακούφιση ώστε παρήγγειλα καφέ και κουλούρι. Μπήκα στα έξοδα, αλλά άξιζε. Αυτή την στιγμή την περίμενα χρόνια. Μισθοσυντήρητος και κρατικοδίαιτος σε χρόνια κρίσης. Ένα όνειρο.
Μια δικαίωση των κόπων και των θυσιών μου. Δεκαπέντε χρόνια. Ίσως και παραπάνω άμα προσθέσει κανείς τα ένσημα, από την εποχή της ενηλικίωσής μου. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου.
Με ταλαιπώρησαν όμως. Ακόμη και την τελευταία στιγμή. «Φέρε χαρτιά, ξαναφέρε χαρτιά, αυτό δεν κάνει, ετούτο είναι άκυρο…». Ευτυχώς δεν ξέφυγα. Ήμουν αποφασισμένος. Όσο και να με προκαλούσαν δεν τσίμπησα. Ήξερα που στόχευαν. Στην αδυναμία μου και στην στιγμή που θα φώναζα με θυμό. Θα με απέβαλλαν για άλλη μια φορά και θα έχανα την ευκαιρία. Έπαιξε θετικό ρόλο και η σύζυγος.
- Πρόσεχε, μου τόνιζε κάθε πρωί που έτρεχα για τις βεβαιώσεις. Έχουμε τρία παιδιά.
Το εμπέδωσα. Αυτή τη φορά είπα μέσα μου δεν θα πιαστώ κορόιδο. Άλλωστε ήταν και μια απόλυτα αξιοκρατική διαδικασία. Εδώ δεν υπήρχαν πονηρά προαπαιτούμενα. Κανείς δεν σου έκλεινε το μάτι και δεν χρειαζόταν να δείξεις κομματική ταυτότητα. Κατέθετες τα πιστοποιητικά και ύστερα από ένα τυπικό έλεγχο είχες το ποθούμενο. Σίγουρο μισθό, καταβολή των δεδουλευμένων κάθε πρώτη του μηνός και απασχόληση με βάση τα μεράκια και τις ορέξεις σου. Παράδεισος για ένα χρόνο. Ας είναι, θα με πληρώνουν για να κάνω τέχνη. Άρχισα να πιστεύω στην αναγκαιότητα του μνημονίου. Προς στιγμή άγγελος και Αγγέλα ήταν το ίδιο. Δίπλα ο Γιώργος να κάνει ποδήλατο, ο Αντώνης μαγκιές στο γήπεδο και εγώ να φωνάζω στην εξέδρα: «έχω μισθό, έχω μισθό …».
Πάνω στην χαρά πήγα λίγο να φύγω. Στην τελευταία συνέντευξη. Εκεί που ο υπάλληλος με ρώταγε για προσόντα. Δεν μπορούσε να καταλάβει με τίποτα την ειδικότητά μου: «Επίκουρος καθηγητής – συνεργάτης».
- Τι είναι αυτό; με ρώτησε.
- Γράψε εκπαιδευτικός, του απάντησα σε έντονο ύφος.
Δυσκολεύτηκε αλλά το πέρασε. Ο δρόμος είχε ανοίξει. Κράτησα σφιχτά το ποτηράκι του καφέ. Θα μου χρειαζόταν. Είχα φτάσει στην πηγή. Με την καρτούλα μου και φυσικά την έντυπη βεβαίωση για τις απολαβές και τον ακριβή χρόνο των εκταμιεύσεών τους. Που τόσα χρόνια; πληρωμές κάθε εξάμηνο, παρακάλια και προσοχή στους μόνιμους για ανανέωση της σύμβασης, χαμόγελα και υποκύψεις στους αιρετούς. Και η ανταμοιβή, αν αφαιρέσεις βενζίνες, καφέδες, κανένα σάντουιτς, μια η άλλη.
Βγήκα χαρούμενος και έτρεξα στον σταθμό.
- Πρώτη εγγραφή; Με ρώτησε ο σταθμάρχης.
- Μάλιστα, απάντησα με χαμόγελο.
Μου έδωσε τα απαραίτητα. Ένα κατουρογιάλι, ένα πιρούνι, μια πετσέτα προσώπου και ένα μπουκάλι μπύρα.
- Θα τα χρειαστείτε, μου είπε με ευγένεια. Καλή συνέχεια.
- Και στα δικά σου, του αντέτεινα με διάθεση.
Μας έβαλαν στην σκευοφόρο. Προς έκπληξη συνάντησα αρκετούς γνωστούς. Άλλος δέκα, άλλος είκοσι, ακόμη και τριάντα συναπτά έτη εργασιακής προσφοράς. Όλοι δικαιωμένοι. Τραγουδήσαμε, κάναμε πλακίτσες και κάποτε αποβιβαστήκαμε.
«Η εργασία απελευθερώνει», έγραφε στην είσοδο του εργοταξίου. Μας οδήγησαν σε κάτι μεγάλους θαλάμους. Έπιασα πάνω κρεβάτι και γρήγορα έκανα χρήση του γιογιο. Με την πετσέτα σκεπάστηκα το πρώτο βράδυ. Έκανε κρύο. Την άλλη μέρα μας μοίρασαν φωτογραφίες της νέας κυβέρνησης. Χρησιμοποίησα το πιρούνι. Τους έβγαλα τα μάτια αργά, κάνοντας τέχνη. Την μπύρα την έχυσα. Δεν είχα κέφι να πιω. Κράτησα όμως το μπουκάλι. Δεν ξέρεις είπα και το έκρυψα. Θα μάθαινα να φτιάχνω μολότοφ. Στις γραμμές, όλη τη μέρα επίκυψη. Για να περάσει το σύγχρονο τραίνο. Νύχτα γυρίσαμε πτώματα. Λιποθυμήσαμε κάμποσες ώρες.
- Ξύπνα τεμπέλη, άκουσα δυνατά στον ύπνο μου.
Πετάχτηκα. Πρώτη του μήνα. Θα αργήσω σκέφτηκα και βγήκα στους δρόμους. Στον οργανισμό είχαν απεργία. Μου ήρθε ο ουρανός κατακούτελα.
- Πως θα πληρώσω το χαράτσι ρε όρνεα; Ούρλιαξα κάπως πιο πρόστυχα και όρμησα στην τζαμαρία του ταμείου φωνάζοντας: «Τον μισθό μου ρε, τον μισθό μου».΄
No comments:
Post a Comment