Του Νικολάι Μπερντιάγιεφ
Ο χριστιανικός κόσμος γνωρίζει ελάχιστα την Ορθοδοξία. Γνωρίζουν μόνο τις εξωτερικά και κατά κύριο λόγο αρνητικές πλευρές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά όχι τους εσωτερικούς, πνευματικούς της θησαυρούς. Η Ορθοδοξία ήταν περίκλειστη, απαρνήθηκε το πνεύμα του προσηλυτισμού και δεν αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η Ορθοδοξία δεν είχε εκείνη την παγκόσμια σημασία, εκείνο τον ενεργό ρόλο στην ιστορία, όπως είχαν ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός. Δεν έλαβε μέρος στον ανελέητο θρησκευτικό πόλεμο, επί σειρά αιώνων, επί αιώνες ζούσε υπό την προστασία μεγάλων αυτοκρατοριών (του Βυζαντίου και της Ρωσίας) και προστάτευσε την αιώνια αλήθεια από τις καταστροφικές διαδικασίες της παγκόσμιας ιστορίας. Για τον θρησκευτικό τύπο της Ορθοδοξίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν ήταν επαρκώς επικαιροποιημένη και ανανεωμένη εξωτερικά, δεν ήταν μαχητική, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η επουράνια αλήθεια της χριστιανικής αποκάλυψης διαστρεβλώθηκε λιγότερο απ’ ότι αλλού. Η Ορθοδοξία είναι η μορφή του χριστιανισμού, η οποία λιγότερο απ’ οπουδήποτε αλλού διαστρεβλώθηκε κατ’ ουσίαν η ανθρώπινη ιστορία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν στιγμές ιστορικής αμαρτίας, κατά κύριο λόγο σε σχέση με την εξωτερική εξάρτηση από το κράτος, αλλά η ίδια η εκκλησιαστική διαδικασία, ο εσωτερικός πνευματικός δρόμος δεν διαστρεβλώθηκαν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πριν απ’ όλα Εκκλησία της παράδοσης σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, η οποία είναι Εκκλησία κύρους και των Προτεσταντικών Εκκλησιών, οι οποίες είναι, ουσιαστικά, εκκλησίες προσωπικής πίστης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε ενιαία οργάνωση εξωτερικού κύρους και αταλάντευτα κρατιόταν από τη δύναμη της εσωτερικής παράδοσης και όχι του εξωτερικού κύρους. Παρέμεινε ως η πλέον συνδεδεμένη με τον πρώτο χριστιανισμό από τις υπόλοιπες εκδοχές του χριστιανισμού. Η δύναμη της εσωτερικής παράδοσης στην Εκκλησία είναι η δύναμη της πνευματικής εμπειρίας και της συνέχειας του πνευματικού δρόμου, η δύναμη της υπερατομικής πνευματικής ζωής, στην οποία κάθε γενιά βγαίνει από τη συνείδηση της αλαζονείας και της απομόνωσης και επικοινωνεί με την πνευματική ζωή όλων των προηγούμενων γενιών μέχρι τους Απόστολους. Στην παράδοση έχει την ίδια εμπειρία και το ίδιο όραμα με τον Απόστολο Παύλο, με τους μάρτυρες, με τους αγίους, με όλον τον χριστιανικό κόσμο. Στην παράδοση η γνώση μου δεν είναι μόνο προσωπική γνώση, αλλά και υπερατομική και ζω όχι απομονωμένα, αλλά εν σώματι Χριστού, στον ενιαίο πνευματικό οργανισμό με όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μου.
Η Ορθοδοξία είναι πριν απ’ όλα ορθοδοξία ζωής και όχι ορθοδοξία της διδασκαλίας. Αιρετικοί γι’ αυτήν δεν είναι τόσο εκείνοι που κηρύττουν ένα ψευδές δόγμα, όσο εκεί που έχει ψευδή πνευματική ζωή και ακολουθούν ψευδή πνευματικό δρόμο. Η Ορθοδοξία, πριν απ’ όλα δεν είναι δόγμα, δεν είναι ένας εξωτερικός οργανισμός, δεν είναι μια εξωτερική φόρμα συμπεριφοράς, αλλά πνευματική ζωή, πνευματική εμπειρία και πνευματικός δρόμος. Στην εσωτερική πνευματική πράξη βλέπει την ουσία του χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία είναι η πλέον ρυθμιστική φόρμα χριστιανισμού (υπό το νόημα της ρυθμιστικής – ορθολογικής λογικής και της ηθικού νομικισμού) και η πλέον πνευματική μορφή του. Και αυτή η πνευματικότητα και ο πλούτος της Ορθοδοξίας συχνά ήταν η πηγή της εξωτερικής της αδυναμίας. Η εξωτερική αδυναμία και η ανεπάρκεια διοίκησης, η ανεπάρκεια εξωτερικής δράσης και υλοποίησης ήταν εμφανή σε όλους, η δε πνευματική της ζωή και ο πνευματικός της θησαυρός παρέμεναν κρυπτικά και αόρατα. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό για τον πνευματικό τύπο της Ανατολής σε αντίθεση με τον πνευματικό τύπο της Δύσης, ο οποίος είναι πάντα δραστήριο και εξωστρεφής, αλλά συχνά εξαντλεί τον εαυτό του πνευματικά με αυτή τη δραστηριότητα. Στον κόσμο της μη χριστιανικής Ανατολής η πνευματική ζωή της Ινδίας είναι ιδιαίτερα κρυμμένη από τα αδιάκριτα εξωτερικά βλέμματα και δεν επικαιροποιείται στην ιστορία. Η αναλογία αυτή θα μπορούσε να ισχύει, αν και ο πνευματικός τύπος της χριστιανικής Ανατολής διαφέρει πολύ από τον πνευματικό τύπο της Ινδία. Η αγιοσύνη στον ορθόδοξο κόσμο, σε αντίθεση με την αγιοσύνη στον καθολικό κόσμο, δεν άφησε πίσω της μνημεία γραμματείας, παρέμενε κρυπτική. Και αυτή είναι μία ακόμη αιτία γιατί είναι δύσκολο έξωθεν να κρίνουμε την πνευματική ζωή της Ορθοδοξίας.
Η Ορθοδοξία δεν είναι τον δικό της αιώνα σχολαστικής, έζησε μόνο τον αιώνα της πατρολογίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι σήμερα στηρίζεται στους ανατολικούς διδασκάλους της Εκκλησίας. Η Δύση το θεωρεί ως σημείο υστέρησης της Ορθοδοξίας, ως απονέκρωση της δημιουργικής ζωής. Το γεγονός αυτό όμως μπορεί να ερμηνευτεί και διαφορετικά ∙ στην Ορθοδοξία ο χριστιανισμός δεν εξορθολογίστηκε τόσο πολύ, όπως εξορθολογίστηκε στη Δύση, στον Καθολικισμό με τη βοήθεια του Αριστοτέλη και των αντιλήψεων του ελληνικού διανοουμενισμού. Τα δόγματα ποτέ δεν απέκτησαν σε αυτή εκείνη την ιερή σημασία και τα δόγματα δεν δεσμεύτηκαν στις υποχρεωτικές διανοητικές θεολογικές διδασκαλίες, οι οποίες γίνονταν κατανοητές, πριν απ’ όλα ως μυστικιστικά γεγονότα. Στην θεολογική και στη φιλοσοφική ερμηνεία των δογμάτων παραμείναμε πιο ελεύθεροι. Τον 19ο αιώνα στη Ρωσία υπήρξε η δημιουργική ορθόδοξη σκέψη και σε αυτήν εκδηλώθηκαν περισσότερες ελευθερίες και πνευματικά χαρίσματα, απ’ ότι στην καθολική ή ακόμη και την προτεσταντική σκέψη.
Στον πνευματική τύπο της Ορθοδοξίας ανήκει ο πρωταρχικός και ακατάλυτος οντολογισμός, ο οποίος ήταν φαινόμενο της ορθόδοξης ζωής και στη συνέχεια και της ορθόδοξης σκέψης. Η χριστιανική Δύση ακολούθησε το δρόμο της κριτικής σκέψης, στην οποία το υποκείμενο αντιπαρατεθόταν στο αντικείμενο και είχε καταλυθεί η οργανική ολότητα της σκέψης και η οργανική σχέση με τη ζωή. Η Δύση είναι δυνατή στην περίπλοκη εξέλιξη της σκέψης, με την αντίδραση και την κριτική, με τον εκλεπτυσμένος διανοουμενισμό της. Εδώ όμως καταλύθηκε η σχέση του γνωρίζοντος και σκεπτόμενου με το πρωταρχικό Είναι και την πρωταρχική Ζωή. Η γνώση παραγόταν από τη ζωή, η σκέψη παραγόταν από το Είναι. Η γνώση και η σκέψη δεν ήταν απόρροια της πνευματικής ολότητας του ανθρώπου, στην οργανική σύνδεση όλων των δυνάμεών του. Στηριζόμενη σε αυτό η Δύση πέτυχε τις μεγάλες κατακτήσεις, εξαιτίας τους όμως διαλύθηκε ο πρωταρχικός οντολογισμός της σκέψης, η σκέψη δεν βυθιζόταν στα βάθη του είναι. Έτσι εξηγείται ο σχολαστικιστικός διανοουμενισμός, ο ορθολογισμός, ο εμπειρισμός, ο ακραίος ιδεαλισμός της δυτικής σκέψης. Για την Ορθοδοξία η σκέψη παρέμεινε οντολογική, συνδεδεμένη με το Είναι και αυτή είναι εμφανές σε όλη τη ρωσική θρησκευτική – φιλοσοφική και θεολογική σκέψη του 19ου και 20ου αιώνων. Είναι ξένοι προς την Ορθοδοξία ο ορθολογισμός και ο νομικισμός, όπως είναι ξένος και κάθε νορματιβισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ορίζεται με ορθολογικές έννοιες, μπορεί να κατανοηθεί μόνο από εκείνους που ζουν σε αυτή, από εκείνους που έχουν μυηθεί στην πνευματική της εμπειρία. Οι μυστικιστικοί τύποι του χριστιανισμού δεν υπόκεινται σε κανένα διανοουμενιστικό ορισμό, καθώς επίσης δεν έχουν στοιχεία νομικά ή στοιχεία ορθολογικά. Η αυθεντική ορθόδοξη θεολογία είναι θεολογία πνευματική – εμπειρική. Η Ορθοδοξία δεν έχει σχολαστικά εγχειρίδια. Ο Ορθοδοξία συνειδητοποιεί τον εαυτό της ως θρησκεία της Αγίας Τριάδας ∙ δεν είναι ένας αφηρημένος μονοθεϊσμός, αλλά ένας συγκεκριμένος τριαδισμός. Στην πνευματική ζωή, στην πνευματική εμπειρία και στην πνευματική οδό αντανακλάται η ζωή της Αγίας Τριάδας. Η Ορθόδοξη λειτουργία αρχίζει με τα λόγια: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Όλα εκπορεύονται άνωθεν, εκ της Αγίας Θείας Τριάδας, εκ της κορυφής του Είναι και όχι εκ του ανθρώπου και της ψυχή τους. Στην Ορθόδοξη αντίληψη η ίδια η Θεία Τριάδα κατέρχεται και δεν υψούται ο άνθρωπος. Στον δυτικό χριστιανισμό η Τριαδικότητα εκφράζεται κατά πολύ λιγότερο, είναι περισσότερο χριστοκεντρικός και ανθρωποκεντρικός. Η διαφορά αυτή εντοπίζεται ήδη στην ανατολική και δυτική πατρολογία, από τις οποίες η πρώτη θεολογεί εξ ονόματος της Θείας Τριάδας, ενώ η δεύτερη εξ ονόματος της ανθρώπινης ψυχής. Για το λόγο αυτό η Ανατολή αποκαλύπτει, κατά κύριο λόγο, τα μυστικά του τριαδικού και χριστολογικού δόγματος. Η δε Δύση, κατά κύριο λόγο, διδάσκει περί αρετής και ελευθερίας και της περί της οργάνωσης της Εκκλησίας. Στη Δύση υπήρξε μεγαλύτερος πλούτος και ποικιλομορφία της σκέψης.
Η Ορθοδοξία είναι ο χριστιανισμός, στον οποίο, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, αποκαλύπτεται το Άγιο Πνεύμα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία για το λόγο αυτό δεν αποδέχτηκε το Filique, επειδή σε αυτό βλέπειsubardinotionism στη διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος. Η φύση του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται περισσότερο με τα δόγματα και τις διδαχές, αλλά το Άγιο Πνεύμα ως προς τη δράση του μας είναι πολύ πιο κοντά απ’ ό,τιδήποτε άλλο, είναι έμφυτο του κόσμου. Το Άγιο Πνεύμα δρα άμεσα στον κτιστό κόσμο και μεταμορφώνει την πλάση. Η διδασκαλία αυτή διατυπώθηκε από τον μέγιστο Ρώσο άγιο τον Σεραφείμ του Σαρόφ. Η Ορθοδοξία όχι μόνο είναι ουσιαστικά τριαδικά, αλλά θεωρεί ως αποστολή της παγκόσμιας ζωής την μεταμόρφωση από την Αγία Τριάδα και έτσι είναι ουσιαστικά πνευματική.
Αναφέρομαι διαρκώς στα βάθη των μυστικών στην Ορθοδοξία και όχι στα επιφανειακά της κινήματα. Η πνευματολογική θεολογία, η προσδοκία μιας νέας επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, ευκολότερα από οπουδήποτε αλλού εμφανίζεται στο ορθόδοξο πεδίο. Αυτή είναι μια εκπληκτική ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας: από τη μία πλευρά είναι πιο συντηρητική και παραδοσιακή απ’ ό,τι ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, αλλά, από την άλλη πλευρά, στα βάθη της Ορθοδοξίας υπάρχει πάντα η μεγάλη προσδοκία της θρησκευτικής καινοτομίας στον κόσμο, η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η εμφάνιση της Νέας Ιερουσαλήμ. Σχεδόν μια ολόκληρη χιλιετία η Ορθοδοξία δεν αναπτυσσόταν στην ιστορία ∙ της είναι ξένος ο εξελεγκτισμός, αλλά σε αυτόν κρυβόταν η δυνατότητα της θρησκευτικής δημιουργίας, η οποία σα να περίμενες τη νέα εποχή που δεν έχει ανατείλει ακόμη. Αυτό φάνηκε στα ρωσικά θρησκευτικά κινήματα του 19ου και 20ου αιώνων. Η Ορθοδοξία περιορίζει βαθιά τον θείο και κατά φύση κόσμο, τη Βασιλεία του Θεού και το βασίλειο του καίσαρα, και δεν αναγνωρίζει πιθανές αναλογίες, στις οποίες τόσο συχνά καταφεύγει η καθολική θεολογία. Η Θεία Ενέργεια δρα κρυφά στον άνθρωπο και στον κόσμο. Δεν μπορούμε να πούμε για τον κτιστό κόσμο ότι είναι θεότητα ή ότι έχει θεοποιηθεί, δεν μπορούμε να πούμε όμως και ότι είναι εκτός θεϊκής ενέργειας. Ο Θεός και η εν Θεώ ζωή δεν μοιάζουν με τον φυσικό κόσμο και τη κατά φύση ζωή, εδώ δεν υπάρχει καμιά αναλογία. Ο Θεός είναι άπειρος ∙ η κατά φύση ζωής πεπερασμένη και περιορισμένη. Η ενέργεια του Θεού όμως μεταδίδεται στον κατά φύση κόσμο, επιδρά σε αυτό και τον φωτίζει. Αυτή είναι η ορθόδοξη θεώρηση του Αγίου Πνεύματος. Για την ορθόδοξη συνείδηση η διδασκαλία του Φωμά Ακινάτη για τον φυσικό κόσμο, ο οποίος είναι το αντίθετο του υπερφυσικού κόσμου, είναι ήδη η φόρμα εκκοσμίκευσης του κόσμου.
Η Ορθοδοξία είναι πνευματική και αυτή είναι η ιδιομορφία της. Η πνευματικότητά της είναι η συνεπής μέχρι τέλος Τριαδικότητά. Η ευλογία δεν είναι ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον υπερφυσικό και το φυσικό ∙ η ευλογία είναι η δράση της Θείας ενέργειας στον κτιστό κόσμο, η παρουσία στον κόσμο του Αγίου Πνεύματος. Η πνευματικότητα συγκεκριμένα της Ορθοδοξίας την κάνει την πιο ολοκληρωμένη μορφή χριστιανισμού, τονίζοντας την υπεροχή των καινοδιαθηκικών αρχών έναντι των παλαιοδιαθηκικών. Στο απόγειο της η Ορθδοξία κατανοεί ως στόχο της ζωής, ως άθλο, την απόκτηση της ευλογία του Αγίου Πνεύματος, ως πνευματική μεταμόρφωση της κτίσης. Η αντίληψη αυτή ουσιαστικά είναι αντίθετη με την νομικιστική αντίληψη, για την οποία ο κόσμος του Θεού και ο υπερφυσικός είναι ο νόμος και ο κανόνας για τον κτιστό και φυσικό κόσμο.
Η Ορθοδοξία, είναι πριν απ’ όλα, λειτουργική. Διδάσκει το λαό και τον αναπτύσσει όχι τόσο με τις διδαχές και την υπεροχή των κανόνων και των νόμων της συμπεριφοράς, όσο με το ίδιο το λειτουργικό δρώμενο, στο οποίο έχει δοθεί η πρωταρχική μορφή μεταμόρφωσης της ζωής. Διδάσκει επίσης το λαό με τις μορφές των Αγίων και εμπνέει τη λατρεία της αγιοσύνης. Οι μορφές των αγίων όμως δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα ∙ σε αυτές τις μορφές υπάρχει η ευλογημένη φώτιση και η μεταμόρφωση της κτίσης χάρη στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό το μη κανονιστικό χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας την κάνει πολύ πιο δύσκολη για τους δρόμους της ανθρώπινης ζωής, για την ιστορία και ελάχιστα ευνοϊκή για κάθε οργάνωση και για τη δημιουργία του πολιτισμού. Το κεκρυμμένο μυστικό της επίδρασης του Αγίου Πνεύματος δεν είχε μεταφερθεί επίκαιρα στους δρόμους της ανθρώπινης ζωής.
Ο χριστιανικός κόσμος γνωρίζει ελάχιστα την Ορθοδοξία. Γνωρίζουν μόνο τις εξωτερικά και κατά κύριο λόγο αρνητικές πλευρές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά όχι τους εσωτερικούς, πνευματικούς της θησαυρούς. Η Ορθοδοξία ήταν περίκλειστη, απαρνήθηκε το πνεύμα του προσηλυτισμού και δεν αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η Ορθοδοξία δεν είχε εκείνη την παγκόσμια σημασία, εκείνο τον ενεργό ρόλο στην ιστορία, όπως είχαν ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός. Δεν έλαβε μέρος στον ανελέητο θρησκευτικό πόλεμο, επί σειρά αιώνων, επί αιώνες ζούσε υπό την προστασία μεγάλων αυτοκρατοριών (του Βυζαντίου και της Ρωσίας) και προστάτευσε την αιώνια αλήθεια από τις καταστροφικές διαδικασίες της παγκόσμιας ιστορίας. Για τον θρησκευτικό τύπο της Ορθοδοξίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν ήταν επαρκώς επικαιροποιημένη και ανανεωμένη εξωτερικά, δεν ήταν μαχητική, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η επουράνια αλήθεια της χριστιανικής αποκάλυψης διαστρεβλώθηκε λιγότερο απ’ ότι αλλού. Η Ορθοδοξία είναι η μορφή του χριστιανισμού, η οποία λιγότερο απ’ οπουδήποτε αλλού διαστρεβλώθηκε κατ’ ουσίαν η ανθρώπινη ιστορία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν στιγμές ιστορικής αμαρτίας, κατά κύριο λόγο σε σχέση με την εξωτερική εξάρτηση από το κράτος, αλλά η ίδια η εκκλησιαστική διαδικασία, ο εσωτερικός πνευματικός δρόμος δεν διαστρεβλώθηκαν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πριν απ’ όλα Εκκλησία της παράδοσης σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, η οποία είναι Εκκλησία κύρους και των Προτεσταντικών Εκκλησιών, οι οποίες είναι, ουσιαστικά, εκκλησίες προσωπικής πίστης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε ενιαία οργάνωση εξωτερικού κύρους και αταλάντευτα κρατιόταν από τη δύναμη της εσωτερικής παράδοσης και όχι του εξωτερικού κύρους. Παρέμεινε ως η πλέον συνδεδεμένη με τον πρώτο χριστιανισμό από τις υπόλοιπες εκδοχές του χριστιανισμού. Η δύναμη της εσωτερικής παράδοσης στην Εκκλησία είναι η δύναμη της πνευματικής εμπειρίας και της συνέχειας του πνευματικού δρόμου, η δύναμη της υπερατομικής πνευματικής ζωής, στην οποία κάθε γενιά βγαίνει από τη συνείδηση της αλαζονείας και της απομόνωσης και επικοινωνεί με την πνευματική ζωή όλων των προηγούμενων γενιών μέχρι τους Απόστολους. Στην παράδοση έχει την ίδια εμπειρία και το ίδιο όραμα με τον Απόστολο Παύλο, με τους μάρτυρες, με τους αγίους, με όλον τον χριστιανικό κόσμο. Στην παράδοση η γνώση μου δεν είναι μόνο προσωπική γνώση, αλλά και υπερατομική και ζω όχι απομονωμένα, αλλά εν σώματι Χριστού, στον ενιαίο πνευματικό οργανισμό με όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μου.
Η Ορθοδοξία είναι πριν απ’ όλα ορθοδοξία ζωής και όχι ορθοδοξία της διδασκαλίας. Αιρετικοί γι’ αυτήν δεν είναι τόσο εκείνοι που κηρύττουν ένα ψευδές δόγμα, όσο εκεί που έχει ψευδή πνευματική ζωή και ακολουθούν ψευδή πνευματικό δρόμο. Η Ορθοδοξία, πριν απ’ όλα δεν είναι δόγμα, δεν είναι ένας εξωτερικός οργανισμός, δεν είναι μια εξωτερική φόρμα συμπεριφοράς, αλλά πνευματική ζωή, πνευματική εμπειρία και πνευματικός δρόμος. Στην εσωτερική πνευματική πράξη βλέπει την ουσία του χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία είναι η πλέον ρυθμιστική φόρμα χριστιανισμού (υπό το νόημα της ρυθμιστικής – ορθολογικής λογικής και της ηθικού νομικισμού) και η πλέον πνευματική μορφή του. Και αυτή η πνευματικότητα και ο πλούτος της Ορθοδοξίας συχνά ήταν η πηγή της εξωτερικής της αδυναμίας. Η εξωτερική αδυναμία και η ανεπάρκεια διοίκησης, η ανεπάρκεια εξωτερικής δράσης και υλοποίησης ήταν εμφανή σε όλους, η δε πνευματική της ζωή και ο πνευματικός της θησαυρός παρέμεναν κρυπτικά και αόρατα. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό για τον πνευματικό τύπο της Ανατολής σε αντίθεση με τον πνευματικό τύπο της Δύσης, ο οποίος είναι πάντα δραστήριο και εξωστρεφής, αλλά συχνά εξαντλεί τον εαυτό του πνευματικά με αυτή τη δραστηριότητα. Στον κόσμο της μη χριστιανικής Ανατολής η πνευματική ζωή της Ινδίας είναι ιδιαίτερα κρυμμένη από τα αδιάκριτα εξωτερικά βλέμματα και δεν επικαιροποιείται στην ιστορία. Η αναλογία αυτή θα μπορούσε να ισχύει, αν και ο πνευματικός τύπος της χριστιανικής Ανατολής διαφέρει πολύ από τον πνευματικό τύπο της Ινδία. Η αγιοσύνη στον ορθόδοξο κόσμο, σε αντίθεση με την αγιοσύνη στον καθολικό κόσμο, δεν άφησε πίσω της μνημεία γραμματείας, παρέμενε κρυπτική. Και αυτή είναι μία ακόμη αιτία γιατί είναι δύσκολο έξωθεν να κρίνουμε την πνευματική ζωή της Ορθοδοξίας.
Η Ορθοδοξία δεν είναι τον δικό της αιώνα σχολαστικής, έζησε μόνο τον αιώνα της πατρολογίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι σήμερα στηρίζεται στους ανατολικούς διδασκάλους της Εκκλησίας. Η Δύση το θεωρεί ως σημείο υστέρησης της Ορθοδοξίας, ως απονέκρωση της δημιουργικής ζωής. Το γεγονός αυτό όμως μπορεί να ερμηνευτεί και διαφορετικά ∙ στην Ορθοδοξία ο χριστιανισμός δεν εξορθολογίστηκε τόσο πολύ, όπως εξορθολογίστηκε στη Δύση, στον Καθολικισμό με τη βοήθεια του Αριστοτέλη και των αντιλήψεων του ελληνικού διανοουμενισμού. Τα δόγματα ποτέ δεν απέκτησαν σε αυτή εκείνη την ιερή σημασία και τα δόγματα δεν δεσμεύτηκαν στις υποχρεωτικές διανοητικές θεολογικές διδασκαλίες, οι οποίες γίνονταν κατανοητές, πριν απ’ όλα ως μυστικιστικά γεγονότα. Στην θεολογική και στη φιλοσοφική ερμηνεία των δογμάτων παραμείναμε πιο ελεύθεροι. Τον 19ο αιώνα στη Ρωσία υπήρξε η δημιουργική ορθόδοξη σκέψη και σε αυτήν εκδηλώθηκαν περισσότερες ελευθερίες και πνευματικά χαρίσματα, απ’ ότι στην καθολική ή ακόμη και την προτεσταντική σκέψη.
Στον πνευματική τύπο της Ορθοδοξίας ανήκει ο πρωταρχικός και ακατάλυτος οντολογισμός, ο οποίος ήταν φαινόμενο της ορθόδοξης ζωής και στη συνέχεια και της ορθόδοξης σκέψης. Η χριστιανική Δύση ακολούθησε το δρόμο της κριτικής σκέψης, στην οποία το υποκείμενο αντιπαρατεθόταν στο αντικείμενο και είχε καταλυθεί η οργανική ολότητα της σκέψης και η οργανική σχέση με τη ζωή. Η Δύση είναι δυνατή στην περίπλοκη εξέλιξη της σκέψης, με την αντίδραση και την κριτική, με τον εκλεπτυσμένος διανοουμενισμό της. Εδώ όμως καταλύθηκε η σχέση του γνωρίζοντος και σκεπτόμενου με το πρωταρχικό Είναι και την πρωταρχική Ζωή. Η γνώση παραγόταν από τη ζωή, η σκέψη παραγόταν από το Είναι. Η γνώση και η σκέψη δεν ήταν απόρροια της πνευματικής ολότητας του ανθρώπου, στην οργανική σύνδεση όλων των δυνάμεών του. Στηριζόμενη σε αυτό η Δύση πέτυχε τις μεγάλες κατακτήσεις, εξαιτίας τους όμως διαλύθηκε ο πρωταρχικός οντολογισμός της σκέψης, η σκέψη δεν βυθιζόταν στα βάθη του είναι. Έτσι εξηγείται ο σχολαστικιστικός διανοουμενισμός, ο ορθολογισμός, ο εμπειρισμός, ο ακραίος ιδεαλισμός της δυτικής σκέψης. Για την Ορθοδοξία η σκέψη παρέμεινε οντολογική, συνδεδεμένη με το Είναι και αυτή είναι εμφανές σε όλη τη ρωσική θρησκευτική – φιλοσοφική και θεολογική σκέψη του 19ου και 20ου αιώνων. Είναι ξένοι προς την Ορθοδοξία ο ορθολογισμός και ο νομικισμός, όπως είναι ξένος και κάθε νορματιβισμός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ορίζεται με ορθολογικές έννοιες, μπορεί να κατανοηθεί μόνο από εκείνους που ζουν σε αυτή, από εκείνους που έχουν μυηθεί στην πνευματική της εμπειρία. Οι μυστικιστικοί τύποι του χριστιανισμού δεν υπόκεινται σε κανένα διανοουμενιστικό ορισμό, καθώς επίσης δεν έχουν στοιχεία νομικά ή στοιχεία ορθολογικά. Η αυθεντική ορθόδοξη θεολογία είναι θεολογία πνευματική – εμπειρική. Η Ορθοδοξία δεν έχει σχολαστικά εγχειρίδια. Ο Ορθοδοξία συνειδητοποιεί τον εαυτό της ως θρησκεία της Αγίας Τριάδας ∙ δεν είναι ένας αφηρημένος μονοθεϊσμός, αλλά ένας συγκεκριμένος τριαδισμός. Στην πνευματική ζωή, στην πνευματική εμπειρία και στην πνευματική οδό αντανακλάται η ζωή της Αγίας Τριάδας. Η Ορθόδοξη λειτουργία αρχίζει με τα λόγια: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Όλα εκπορεύονται άνωθεν, εκ της Αγίας Θείας Τριάδας, εκ της κορυφής του Είναι και όχι εκ του ανθρώπου και της ψυχή τους. Στην Ορθόδοξη αντίληψη η ίδια η Θεία Τριάδα κατέρχεται και δεν υψούται ο άνθρωπος. Στον δυτικό χριστιανισμό η Τριαδικότητα εκφράζεται κατά πολύ λιγότερο, είναι περισσότερο χριστοκεντρικός και ανθρωποκεντρικός. Η διαφορά αυτή εντοπίζεται ήδη στην ανατολική και δυτική πατρολογία, από τις οποίες η πρώτη θεολογεί εξ ονόματος της Θείας Τριάδας, ενώ η δεύτερη εξ ονόματος της ανθρώπινης ψυχής. Για το λόγο αυτό η Ανατολή αποκαλύπτει, κατά κύριο λόγο, τα μυστικά του τριαδικού και χριστολογικού δόγματος. Η δε Δύση, κατά κύριο λόγο, διδάσκει περί αρετής και ελευθερίας και της περί της οργάνωσης της Εκκλησίας. Στη Δύση υπήρξε μεγαλύτερος πλούτος και ποικιλομορφία της σκέψης.
Η Ορθοδοξία είναι ο χριστιανισμός, στον οποίο, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, αποκαλύπτεται το Άγιο Πνεύμα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία για το λόγο αυτό δεν αποδέχτηκε το Filique, επειδή σε αυτό βλέπειsubardinotionism στη διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος. Η φύση του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται περισσότερο με τα δόγματα και τις διδαχές, αλλά το Άγιο Πνεύμα ως προς τη δράση του μας είναι πολύ πιο κοντά απ’ ό,τιδήποτε άλλο, είναι έμφυτο του κόσμου. Το Άγιο Πνεύμα δρα άμεσα στον κτιστό κόσμο και μεταμορφώνει την πλάση. Η διδασκαλία αυτή διατυπώθηκε από τον μέγιστο Ρώσο άγιο τον Σεραφείμ του Σαρόφ. Η Ορθοδοξία όχι μόνο είναι ουσιαστικά τριαδικά, αλλά θεωρεί ως αποστολή της παγκόσμιας ζωής την μεταμόρφωση από την Αγία Τριάδα και έτσι είναι ουσιαστικά πνευματική.
Αναφέρομαι διαρκώς στα βάθη των μυστικών στην Ορθοδοξία και όχι στα επιφανειακά της κινήματα. Η πνευματολογική θεολογία, η προσδοκία μιας νέας επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, ευκολότερα από οπουδήποτε αλλού εμφανίζεται στο ορθόδοξο πεδίο. Αυτή είναι μια εκπληκτική ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας: από τη μία πλευρά είναι πιο συντηρητική και παραδοσιακή απ’ ό,τι ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, αλλά, από την άλλη πλευρά, στα βάθη της Ορθοδοξίας υπάρχει πάντα η μεγάλη προσδοκία της θρησκευτικής καινοτομίας στον κόσμο, η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η εμφάνιση της Νέας Ιερουσαλήμ. Σχεδόν μια ολόκληρη χιλιετία η Ορθοδοξία δεν αναπτυσσόταν στην ιστορία ∙ της είναι ξένος ο εξελεγκτισμός, αλλά σε αυτόν κρυβόταν η δυνατότητα της θρησκευτικής δημιουργίας, η οποία σα να περίμενες τη νέα εποχή που δεν έχει ανατείλει ακόμη. Αυτό φάνηκε στα ρωσικά θρησκευτικά κινήματα του 19ου και 20ου αιώνων. Η Ορθοδοξία περιορίζει βαθιά τον θείο και κατά φύση κόσμο, τη Βασιλεία του Θεού και το βασίλειο του καίσαρα, και δεν αναγνωρίζει πιθανές αναλογίες, στις οποίες τόσο συχνά καταφεύγει η καθολική θεολογία. Η Θεία Ενέργεια δρα κρυφά στον άνθρωπο και στον κόσμο. Δεν μπορούμε να πούμε για τον κτιστό κόσμο ότι είναι θεότητα ή ότι έχει θεοποιηθεί, δεν μπορούμε να πούμε όμως και ότι είναι εκτός θεϊκής ενέργειας. Ο Θεός και η εν Θεώ ζωή δεν μοιάζουν με τον φυσικό κόσμο και τη κατά φύση ζωή, εδώ δεν υπάρχει καμιά αναλογία. Ο Θεός είναι άπειρος ∙ η κατά φύση ζωής πεπερασμένη και περιορισμένη. Η ενέργεια του Θεού όμως μεταδίδεται στον κατά φύση κόσμο, επιδρά σε αυτό και τον φωτίζει. Αυτή είναι η ορθόδοξη θεώρηση του Αγίου Πνεύματος. Για την ορθόδοξη συνείδηση η διδασκαλία του Φωμά Ακινάτη για τον φυσικό κόσμο, ο οποίος είναι το αντίθετο του υπερφυσικού κόσμου, είναι ήδη η φόρμα εκκοσμίκευσης του κόσμου.
Η Ορθοδοξία είναι πνευματική και αυτή είναι η ιδιομορφία της. Η πνευματικότητά της είναι η συνεπής μέχρι τέλος Τριαδικότητά. Η ευλογία δεν είναι ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον υπερφυσικό και το φυσικό ∙ η ευλογία είναι η δράση της Θείας ενέργειας στον κτιστό κόσμο, η παρουσία στον κόσμο του Αγίου Πνεύματος. Η πνευματικότητα συγκεκριμένα της Ορθοδοξίας την κάνει την πιο ολοκληρωμένη μορφή χριστιανισμού, τονίζοντας την υπεροχή των καινοδιαθηκικών αρχών έναντι των παλαιοδιαθηκικών. Στο απόγειο της η Ορθδοξία κατανοεί ως στόχο της ζωής, ως άθλο, την απόκτηση της ευλογία του Αγίου Πνεύματος, ως πνευματική μεταμόρφωση της κτίσης. Η αντίληψη αυτή ουσιαστικά είναι αντίθετη με την νομικιστική αντίληψη, για την οποία ο κόσμος του Θεού και ο υπερφυσικός είναι ο νόμος και ο κανόνας για τον κτιστό και φυσικό κόσμο.
Η Ορθοδοξία, είναι πριν απ’ όλα, λειτουργική. Διδάσκει το λαό και τον αναπτύσσει όχι τόσο με τις διδαχές και την υπεροχή των κανόνων και των νόμων της συμπεριφοράς, όσο με το ίδιο το λειτουργικό δρώμενο, στο οποίο έχει δοθεί η πρωταρχική μορφή μεταμόρφωσης της ζωής. Διδάσκει επίσης το λαό με τις μορφές των Αγίων και εμπνέει τη λατρεία της αγιοσύνης. Οι μορφές των αγίων όμως δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα ∙ σε αυτές τις μορφές υπάρχει η ευλογημένη φώτιση και η μεταμόρφωση της κτίσης χάρη στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό το μη κανονιστικό χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας την κάνει πολύ πιο δύσκολη για τους δρόμους της ανθρώπινης ζωής, για την ιστορία και ελάχιστα ευνοϊκή για κάθε οργάνωση και για τη δημιουργία του πολιτισμού. Το κεκρυμμένο μυστικό της επίδρασης του Αγίου Πνεύματος δεν είχε μεταφερθεί επίκαιρα στους δρόμους της ανθρώπινης ζωής.
Για την Ορθοδοξία είναι χαρακτηριστική η ελευθερία. Αυτή η εσωτερική ελευθερία μπορεί να μη γίνεται έξωθεν αντιληπτή, αλλά είναι διάχυτη παντού. Η ιδέα της ελευθερίας, ως θεμέλιο της Ορθοδοξίας, αναλύθηκε από τη ρωσική θρησκευτική ζωή του 19ου και 20ου αιώνων. Η αποδοχή της ελευθερίας συνείδησης κάνει την Ορθόδοξη Εκκλησία να διαφέρει σημαντικά από την Καθολική Εκκλησία. Αυτή η κατανόηση της ελευθερίας στην Ορθοδοξία είναι διάφορη και από την κατανόηση της ελευθερίας στον Προτεσταντισμό. Στον Προτεσταντισμό, όπως και σε όλη τη δυτική σκέψη, η ελευθερία νοείται ατομικιστικά, ως δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο την προστατεύει από την επιβουλή κάθε άλλης προσωπικότητας και η οποία αυτοπροσδιορίζεται αυτόνομα. Για την Ορθοδοξία είναι ξένος ο ατομικισμός, εγγενές χαρακτηριστικό της είναι ένας ιδιότυπος κολεκτιβισμός. Η θρησκευτική προσωπικότητα και η θρησκευτική κοινότητα δεν είναι η μία αντίθετη στην άλλη, ούτε και επιφανειακές η μία για την άλλη. Η θρησκευτική προσωπικότητα βρίσκεται στο εσωτερικό της θρησκευτικής κοινότητας και η θρησκευτική κοινότητα βρίσκεται στο εσωτερικό της θρησκευτικής προσωπικότητας. Γι’ αυτό και η θρησκευτική κοινότητα δεν είναι ένα εξωτερικό κύρος για τη θρησκευτική προσωπικότητα, το οποίο επιβάλει έξωθεν στην προσωπικότητα τη διδασκαλία και το νόμο της ζωής. Η Εκκλησία δεν είναι κάτι που βρίσκεται εκτός των θρησκευτικών προσωπικοτήτων, οι οποίες τις αντιπαρατίθενται. Βρίσκεται εντός αυτών και αυτές εντός Αυτής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν είναι κύρος. Η Εκκλησία είναι η ευλογημένη ένωσης της αγάπης και της ελευθερίας. Για την Ορθοδοξία είναι ξένη η υπεροχή του κύρους, γιατί η φόρμα αυτή προκαλεί τη ρήξη ανάμεσα στη θρησκευτική κοινότητα και τη θρησκευτική προσωπικότητα, ανάμεσα στην Εκκλησία και το μέλος της. Χωρίς την ελευθερία της συνείδησης, χωρίς την ελευθερία του πνεύματος, δεν υπάρχει πνευματική ζωή, δεν υπάρχει καν η παραμικρή αντίληψη περί Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία δεν ανέχεται στους κόλπους τους σκλάβου και ο Θεός χρειάζεται μόνο ελεύθερους. Η αυθεντική ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η ελευθερία του πνεύματος αποκαλύπτεται όχι στην απομονωμένη, αυτόνομη προσωπικότητα, η οποία αυτοεπιβεβαιώνεται στον ατομικισμό, αλλά στην προσωπικότητα, η οποία έχει συνείδηση στην υπερατομικής πνευματικής ενότητας, στην ενότητα του πνευματικού οργανισμού, εν Σώματι Χριστού, δηλαδή στην Εκκλησία. Η προσωπική μου συνείδηση δε είναι κάτι που επιβάλλεται έξωθεν και δεν είναι αντίθετη με την υπερατομική συνείδηση, την εκκλησιαστική συνείδηση: αποκαλύπτεται μόνο στο εσωτερικό της εκκλησιαστικής συνείδησης. Χωρίς όμως την ενεργό, πνευματική εμβάθυνση στην προσωπική μου συνείδηση, στην προσωπική πνευματική μου ελευθερία δεν πραγματώνεται η ζωή της Εκκλησίας, γιατί αυτή η ζωή της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι εξωτερική για την προσωπικότητα, να της επιβάλλεται. Η παραμονή στην Εκκλησία απαιτεί πνευματική ελευθερία όχι μόνο στην πρώτη στιγμή εισόδου στην Εκκλησία, πράγμα που ομολογεί και ο Καθολικισμός, αλλά και κατά τη διάρκεια όλη της ζωής. Η ελευθερία της Εκκλησίας σε σχέση με το κράτος ήταν πάντα εν κινδύνω, αλλά η ελευθερία στο εσωτερικό της Εκκλησίας υπήρχε πάντα στην Ορθοδοξία. Στην Ορθοδοξία η ελευθερία συνδυάζεται οργανωτικά με τη συνοδικότητα, δηλαδή με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στη θρησκευτική κοινότητα, η οποία ενυπάρχει στην Εκκλησία όχι μόνο κατά την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά πάντα. Η συνοδικότητα στην Ορθοδοξία, η οποία και είναι η ζωή του λαού της Εκκλησίας, δεν είχε εξωτερικά νομικά χαρακτηριστικά, αλλά είχε μόνο εσωτερικά, πνευματικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και οι Οικουμενικοί Σύνοδοι δεν είχαν εξωτερικό, αδιαμφισβήτητο κύρος. Το αναμάρτητο του κύρους ομολογούνταν μόνο για την εκκλησιαστική ολότητα, κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας της και φορέας και προστάτης του κύρους αυτού ήταν ολόκληρος ο εκκλησιαστικός λαός. Οι Οικουμενικοί Σύνοδοι απολάμβαναν κύρος όχι γιατί ήταν αντίστοιχοι στα εξωτερικά νομικά χαρακτηριστικά της νομιμότητας, αλλά γιατί ο λαός της Εκκλησίας, όλη η Εκκλησία τις δεχόταν ως Οικουμενικές και αυθεντικές. Μόνο εκείνη η Οικουμενική Σύνοδος είναι αυθεντική, στην οποία υπήρξε η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ∙ η δε επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος δεν έχει εξωτερικά νομικά κριτήρια, αναγνωρίζεται από το λαό της Εκκλησίας από τις εσωτερικές πνευματικές μαρτυρίες. Όλα αυτά υποδεικνύουν στην μη κανονινιστικό και μη νομικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ταυτόχρονα όμως η ορθόδοξη συνείδηση κατανοεί την Εκκλησία πιο οντολογικά, δηλαδή βλέπει στην Εκκλησία πριν απ’ όλα όχι μια οργάνωσή ή ένα θεσμό, ούτε απλά μια κοινωνία πιστών, αλλά τον θρησκευτικό πνευματικό οργανισμό, το μυστηριακό Σώμα του Χριστού.
Η Ορθοδοξία είναι πιο κοσμική από τον δυτικό χριστιανισμό. Ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό δεν εκφράστηκε με επάρκεια η κοσμική φύση της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού. Ο δυτικός Χριστιανισμός κατά κύριο λόγο είναι ανθρωπολογικός. Στην Εκκλησία όμως υπάρχει ο εκχριστιανισθείς κόσμος ∙ σε αυτή υπόκειται στην ενέργεια και την ευλογία του Αγίου Πνεύματος ο κτιστός κόσμος. Η εμφάνιση του Χριστού έχει κοσμική, κοσμογονική σημασία ∙ αυτό σημαίνει ότι είναι μια νέα κτίση, μια νέα ημέρα της δημιουργίας του κόσμου. Για την Ορθοδοξία είναι απολύτως ξένη η νομική θεώρηση της λύτρωσης, ως ετυμηγορία της δικαστικής διαδικασίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου και είναι πιο χαρακτηριστική η οντολογική και κοσμική της θεώρηση ως εμφάνιση της νέας κτίσης και της νέας ανθρωπότητας. Κεντρική και ορθή ιδέα της ανατολικής πατρολογίας ήταν η ιδέα της Θεοδοσίας, την θεοποίησης του ανθρώπου και όλου του κτιστού κόσμου. Η σωτηρία είναι θεοποίηση. Και όλος ο κτιστός κόσμος υπόκειται στη θεοποίηση. Η σωτηρία είναι η μεταμόρφωση και η φώτιση της κτίσης και όχι δικαστική δικαίωση. Η Ορθοδοξία είναι στραμμένη προς το μυστήριο της Ανάστασης ως απόγειο και τελικό στόχο του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και κεντρική γιορτή στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η γιορτή του Πάσχα, η Φωτεινή του Χριστού Ανάσταση. Οι φωτεινής αχτίνες της Ανάστασης διαπερνούν τον ορθόδοξο κόσμο. Στην ορθόδοξη λειτουργική η γιορτή του Πάσχα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι στην Καθολικισμό, όπου το απόγειο είναι η γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού. Στον Καθολικισμό, πριν απ’ όλα συναντούμε τον Εσταυρωμένο Χριστό, στην Ορθοδοξία τον Αναστάντα Χριστό. Ο σταυρός είναι η οδός του ανθρώπου, τον διαβαίνει όμως, όπως και όλος ο κόσμος, οδεύοντας προς την Ανάσταση. Το μυστήριο της Σταύρωσης μπορεί να επισκιάσει το μυστήριο της Ανάστασης. Αλλά το μυστήριο της Ανάστασης είναι το οριακό μυστήριο της Ορθοδοξίας. Το δε μυστήριο της Ανάστασης δεν είναι μόνο ανθρώπινο, αλλά και κοσμικό. Η Ανατολή ήταν πάντα πιο κοσμική από τη Δύση. Η Δύση είναι πιο ανθρώπινη ∙ σε αυτό έγκειται η δύναμη και η σημασία της, αλλά και ο περιορισμένος χαρακτήρας της. Στο πνευματικό πεδίο η Ορθοδοξία εμφανίζει την επιδίωξη για την σωτηρία των πάντων. Η σωτηρία γίνεται νοητή όχι μόνο ατομικά, αλλά και συνοδικά, μαζί με όλον τον κόσμο. Έτσι από τα σπλάχνα της Ορθοδοξίας δεν θα μπορούσαν να μην ακουστούν τα λόγια του Θωμά Ακινάτη, ο οποίος είπε ότι ο δίκαιος στον παράδεισο θα απολαμβάνει τα βάσανα του αμαρτωλού στην κόλαση. Επίσης, στην Ορθοδοξία δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί η διδασκαλία περί προκαθορισμού, όχι μόνο στην μορφή του ακραίου Καλβινισμού, αλλά ούτε καν στη μορφή των αντιλήψεων του Θείου Αυγουστίνου. Το μεγαλύτερο μέρος των διδασκάλων της Εκκλησίας στην Ανατολή, από τον Κλήμη Αλεξανδρείας μέχρι τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ήταν οπαδοί της αποκατάστασης, της σωτηρίας των πάντων και της ανάστασης. Αυτό είναι χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη ρωσική θρησκευτική σκέψη. Η ορθόδοξη σκέψη ποτέ δεν καταπιέστηκε από την ιδέα της θείας δικαιοσύνης και ποτέ δε λησμόνησε τις ιδέες της αγάπης του Θεού. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν όρισε τον άνθρωπο υπό την οπτική γωνία της θείας δικαιοσύνης, αλλά της ιδέας της μεταμόρφωσης και της θεοποίησης του ανθρώπου και του σύμπαντος.
Ταυτόχρονα όμως η ορθόδοξη συνείδηση κατανοεί την Εκκλησία πιο οντολογικά, δηλαδή βλέπει στην Εκκλησία πριν απ’ όλα όχι μια οργάνωσή ή ένα θεσμό, ούτε απλά μια κοινωνία πιστών, αλλά τον θρησκευτικό πνευματικό οργανισμό, το μυστηριακό Σώμα του Χριστού.
Η Ορθοδοξία είναι πιο κοσμική από τον δυτικό χριστιανισμό. Ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό δεν εκφράστηκε με επάρκεια η κοσμική φύση της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού. Ο δυτικός Χριστιανισμός κατά κύριο λόγο είναι ανθρωπολογικός. Στην Εκκλησία όμως υπάρχει ο εκχριστιανισθείς κόσμος ∙ σε αυτή υπόκειται στην ενέργεια και την ευλογία του Αγίου Πνεύματος ο κτιστός κόσμος. Η εμφάνιση του Χριστού έχει κοσμική, κοσμογονική σημασία ∙ αυτό σημαίνει ότι είναι μια νέα κτίση, μια νέα ημέρα της δημιουργίας του κόσμου. Για την Ορθοδοξία είναι απολύτως ξένη η νομική θεώρηση της λύτρωσης, ως ετυμηγορία της δικαστικής διαδικασίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου και είναι πιο χαρακτηριστική η οντολογική και κοσμική της θεώρηση ως εμφάνιση της νέας κτίσης και της νέας ανθρωπότητας. Κεντρική και ορθή ιδέα της ανατολικής πατρολογίας ήταν η ιδέα της Θεοδοσίας, την θεοποίησης του ανθρώπου και όλου του κτιστού κόσμου. Η σωτηρία είναι θεοποίηση. Και όλος ο κτιστός κόσμος υπόκειται στη θεοποίηση. Η σωτηρία είναι η μεταμόρφωση και η φώτιση της κτίσης και όχι δικαστική δικαίωση. Η Ορθοδοξία είναι στραμμένη προς το μυστήριο της Ανάστασης ως απόγειο και τελικό στόχο του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και κεντρική γιορτή στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η γιορτή του Πάσχα, η Φωτεινή του Χριστού Ανάσταση. Οι φωτεινής αχτίνες της Ανάστασης διαπερνούν τον ορθόδοξο κόσμο. Στην ορθόδοξη λειτουργική η γιορτή του Πάσχα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι στην Καθολικισμό, όπου το απόγειο είναι η γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού. Στον Καθολικισμό, πριν απ’ όλα συναντούμε τον Εσταυρωμένο Χριστό, στην Ορθοδοξία τον Αναστάντα Χριστό. Ο σταυρός είναι η οδός του ανθρώπου, τον διαβαίνει όμως, όπως και όλος ο κόσμος, οδεύοντας προς την Ανάσταση. Το μυστήριο της Σταύρωσης μπορεί να επισκιάσει το μυστήριο της Ανάστασης. Αλλά το μυστήριο της Ανάστασης είναι το οριακό μυστήριο της Ορθοδοξίας. Το δε μυστήριο της Ανάστασης δεν είναι μόνο ανθρώπινο, αλλά και κοσμικό. Η Ανατολή ήταν πάντα πιο κοσμική από τη Δύση. Η Δύση είναι πιο ανθρώπινη ∙ σε αυτό έγκειται η δύναμη και η σημασία της, αλλά και ο περιορισμένος χαρακτήρας της. Στο πνευματικό πεδίο η Ορθοδοξία εμφανίζει την επιδίωξη για την σωτηρία των πάντων. Η σωτηρία γίνεται νοητή όχι μόνο ατομικά, αλλά και συνοδικά, μαζί με όλον τον κόσμο. Έτσι από τα σπλάχνα της Ορθοδοξίας δεν θα μπορούσαν να μην ακουστούν τα λόγια του Θωμά Ακινάτη, ο οποίος είπε ότι ο δίκαιος στον παράδεισο θα απολαμβάνει τα βάσανα του αμαρτωλού στην κόλαση. Επίσης, στην Ορθοδοξία δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί η διδασκαλία περί προκαθορισμού, όχι μόνο στην μορφή του ακραίου Καλβινισμού, αλλά ούτε καν στη μορφή των αντιλήψεων του Θείου Αυγουστίνου. Το μεγαλύτερο μέρος των διδασκάλων της Εκκλησίας στην Ανατολή, από τον Κλήμη Αλεξανδρείας μέχρι τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ήταν οπαδοί της αποκατάστασης, της σωτηρίας των πάντων και της ανάστασης. Αυτό είναι χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη ρωσική θρησκευτική σκέψη. Η ορθόδοξη σκέψη ποτέ δεν καταπιέστηκε από την ιδέα της θείας δικαιοσύνης και ποτέ δε λησμόνησε τις ιδέες της αγάπης του Θεού. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν όρισε τον άνθρωπο υπό την οπτική γωνία της θείας δικαιοσύνης, αλλά της ιδέας της μεταμόρφωσης και της θεοποίησης του ανθρώπου και του σύμπαντος.
Τέλος, ως τελευταίο και σημαντικό χαρακτηριστικό στην Ορθοδοξία θα πρέπει να θεωρούμε τη συνείδηση της εσχατολογίας. Στους κόλπους της Ορθοδοξίας πιο πολύ απ’ οπουδήποτε αλλού διατηρήθηκε η πρωτοχριστιανική εσχατολογία, η προσδοκία της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, της μέλλουσας Ανάστασης. Η εσχατολογία της Ορθοδοξίας σημαίνει μικρότερη εξάρτηση από τον κόσμο και τη γήινη ζωή και μεγαλύτερη ενατένιση του ουρανού και της αιωνιότητας, δηλαδή του Βασιλείου του Θεού. Στον δυτικό Χριστιανισμό η επικαιροποίηση του χριστιανισμού στους δρόμους της ιστορίας, ο προσανατολισμός προς τη γήινη ευρυθμία και τη γήινη οργάνωση κάλυψε το μυστήριο της εσχατολογίας, το μυστήριο της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Στην Ορθοδοξία, συγκεκριμένα ως αποτέλεσμα της μικρότερης ιστορικής της δράσης, διατηρήθηκε η ένδοξη εσχατολογική προσδοκία. Η αποκαλυπτική πλευρά του χριστιανισμού ήταν η λιγότερο εκφρασθείσα στις δυτικές φόρμες του χριστιανισμού. Στην Ανατολή, πάλι, στο χώρο της Ορθοδοξίας, ιδιαίτερα στο χώρο της ρωσικής Ορθοδοξίας, εμφανίστηκαν κινήματα αποκαλυπτικού χαρακτήρα, με την προσδοκία των νέων επιφοιτήσεων του Αγίου Πνεύματος. Η Ορθοδοξία είναι πιο παραδοσιακά, είναι η πιο συντηρητική μορφή χριστιανισμού, γιατί διατήρησε την αρχαία αλήθεια, αλλά σε αυτήν υπάρχει η δυνατότητα μεγαλύτερης θρησκευτικής καινοτομίας, όχι καινοτομίας της ανθρώπινης σκέψης και πολιτισμού, η οποία είναι τόσο μεγάλη στη Δύση, αλλά καινοτομίας της θρησκευτικής μεταμόρφωσης της ζωής.
Το πρωτείο της ολοκληρωμένης ζωής επί του διαφοροποιημένου πολιτισμού ήταν πάντα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την Ορθοδοξία. Στο χώρο της Ορθοδοξίας δεν δημιουργήθηκε εκείνος ο μεγάλος πολιτισμός, όπως συνέβη στο χώρο του Καθολικισμού και του Προεσταντισμού. Και αυτό μπορεί να συνέβη επειδή η Ορθοδοξία ήταν στραμμένη προς τη Βασιλεία του Θεού, η οποία θα πρέπει να εμφανιστεί όχι ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της ιστορικής εξέλιξης, αλλά ως αποτέλεσμα της μυστηριακής μεταμόρφωσης του κόσμου. Για την Ορθοδοξία δεν είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη, αλλά η μεταμόρφωση.
Είναι αδύνατο να μάθει κανείς την Ορθοδοξία με βάση τα θεολογικά δοκίμια που σώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας ∙ την Ορθοδοξια μπορεί κανείς να την μάθει μόνο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και όλου του λαού της. Η Ορθοδοξία λιγότερο απ’ όλα γίνεται κατανοητή μέσω των εννοιών. Η Ορθοδοξία όμως θα πρέπει να βγει από την κατάσταση της απομόνωσης, της εσωστρέφειας και θα πρέπει να επικαιροποιήσει τους πολύτιμους πνευματικούς της θησαυρούς. Μόνο τότε θα αποκτήσει παγκόσμια σημασία. Η ομολογία της εξαιρετικής πνευματικής σημασίας της Ορθοδοξίας, ως της πλέον καθαρής μορφής του χριστιανισμού, δεν θα πρέπει να προκαλέσει την εμφάνισης φαινομένων έπαρσης και να οδηγήσει στην άρνηση της σημασίας του δυτικού χριστιανισμού. Απεναντίας, θα πρέπει να μάθουμε τον δυτικό χριστιανισμό και να διδαχτούμε πολλά από αυτόν. Είμαι υποχρεωμένοι να επιδιώξουμε τη χριστιανική ενότητα. Η Ορθοδοξία είναι ευνοϊκή για την χριστιανική ένωση. Η Ορθοδοξία όμως είναι η λιγότερο εκκοσμικευμένη μορφή και για το λόγο αυτό έχει πολλά να δώσει στον εκχριστιανισμό του κόσμου. Ο εκχριστιανισμός του κόσμου δεν θα πρέπει να σημαίνει εκλαΐκευση του χριστιανισμο. Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να είναι απομονωμένος από τον κόσμο και θα συνεχίσει να είναι ένα κίνημα, χωρίς να απομακρύνεται και να υστερεί, θα πρέπει να είναι ο νικητής του κόσμου και όχι ο ηττημένος.
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Πηγή: Samizdatproject2
No comments:
Post a Comment