Thursday, April 10, 2014

Άουσσεν κομμάντο, με μουσικό εμβατήριο…

Της Mπέρρυ Nαχμία

Απ’ αυτή τη στιγμή, η ζωή μου στο στρατόπεδο ανοίγει για μένα μιάν άβυσσο στην ανθρώπινη ψυχή, και θα μου αποκαλύψει τον άνθρωπο τελείως γυμνό, όπως φαίνεται να είναι από τη φύση του. Ένα μίγμα καλού και κακού…
Το κουδούνι στις 4.30 το πρωί και συγχρόνως τα λουριά των Πολωνίδων γυναικών που χτύπαγαν αλύπητα τα κορμιά μας, ήταν το καθημερινό πρωινό μας εγερτήριο. Ένα πρόγραμμα αλάνθαστο, χωρίς αλλαγή. Έτσι έπρεπε να μας ξυπνήσουν για το «Appel».
Αφού γινόταν το προσκλητήριο έξω, με τις γνωστές διαδικασίες, μας μοίραζαν για πρωινό ένα σκέτο καφέ, σ’ ένα κύπελλο παλιό, που ήταν σκουριασμένο στρατιωτικό σκεύος, από το οποίο πίναμε ανά πέντε, ένα αχνιστό νερόζουμο, μια-μια με τη σειρά μας.
Στον καφέ έβαζαν φάρμακο για να κοπεί η περίοδος των γυναικών, καθώς και στη μεσημεριάτικη σούπα μας για να μην αισθανόμαστε άνδρες και γυναίκες κατάδικοι, σεξουαλικές ορμές.
Κι ενώ οι θάλαμοι των αερίων δούλευαν συνέχεια και βγάζαν φωτιές και καπνούς, κατάδικοι βιρτουόζοι, προερχόμενοι απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης και Ρωσίας, με τα βιολιά τους, «Στραντιβάριους» και «Αμάτι», που είχαν κουβαλήσει μαζί τους σ’ αυτό το παραπλανημένο τους ταξίδι, είχαν διαταγή σαν «κομμάντο ορχήστρας», να μας παίζουν Μότσαρτ ή στρατιωτικά εμβατήρια.
Τα πόδια ολωνών μας, έπρεπε να βαδίζουν στο ρυθμό της μουσικής, ενώ αντίθετα τα χέρια μας να παραμένουν ακίνητα καρφωμένα επάνω στο σώμα. Έτσι με μουσική συνόδευαν όλα ανεξαιρέτως τα κομμάντο στη δουλειά.
Το δικό μας γκρουπ το λέγαν άουσσεν κομμάντο. Πέντε-πέντε στη γραμμή συνοδευόμενοι από τους κάπο και από τους SS με τα λυκόσκυλα βγαίναμε μετά μουσικής, σ’ ένα δρόμο λασπωμένο απ’ τις βροχές με λακούβες από νερό, περπατάγαμε αρκετά για να φθάσουμε επιτέλους στο καθορισμένο μέρος.
Ήταν πράγματι μια πέτρινη περιοχή, όπως μας τα’ παν οι παλιές. Μόλις σταματήσαμε αντιληφθήκαμε πως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Μας έβαλαν σε καταναγκαστική εργασία και μας διέταξαν να κουβαλάμε μεγάλες κι ασήκωτες πέτρες, για να τις μεταφέρουμε ένα μίλι μακρύτερα. Μετά οι ίδιες πέτρες να επιστραφούν στο ίδιο μέρος απ’ όπου αρχικά τις παίρναμε.
Οι SS γελούσαν και γλένταγαν με τις ταλαιπωρίες μας. Αλίμονο εάν δε δουλεύαμε σβέλτα και γρήγορα. Τα σκυλιά είχαν εκπαιδευτεί να ορμούν επάνω στους κατάδικους και με το πρώτο πρόσταγμα πήδαγαν και δάγκωναν χωρίς έλεος και άλλες φορές βίαζαν το θύμα και άλλοτε διέταζαν ν’ αποτελειώσουν τα θύματα προς παραδειγματισμό.
Το φορτίο της πέτρας που κουβαλούσα ήταν βαρύ. Τα λεπτά μου χέρια δεν άντεχαν άλλο. Έτρεμα από απελπισία και αγανάκτηση κι ήμουν έτοιμη να πέσω, όταν σαν σε όνειρο ακούω να με φωνάζουν από μακριά!… Μόλις και άκουσα το όνομά μου, διότι ήμουν απορροφημένη και βυθισμένη στις μαύρες μου σκέψεις. Ήταν η φίλη μου η Ντόρα που μ’ έβγαζε απ’ το λήθαργό μου και προσπαθούσε να με σώσει και πάλι.
«Μπέρρυ, Μπέρρυ, κράτα γερά. Ψηλά το ηθικό σου. Μη λυγίσεις. Πρέπει να βγούμε ζωντανοί μια μέρα απ’ εδώ».
Αν και της είχα μεγάλη εμπιστοσύνη… σήμερα… τώρα, δεν μπορούσα να την καταλάβω πια. Η Ντόρα ήταν παρανοϊκή!
«Πώς μπορείς να συμφιλιωθείς μ’ αυτή την τρομακτική κατάσταση, πώς μπορείς να ζεις χωρίς ελπίδα σ’ αυτό το πρωτόγονο επίπεδο; Πώς θα βγούμε έξω απ’ αυτή την κόλαση του θανάτου;»
«Με τη δύναμη της θέλησης, εάν έχουμε μεγάλη θέληση, τότε θα’ μαστε ικανοί να κόψουμε κι αυτά τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Να, έτσι, σαν να έχουμε μεγάλο ψαλίδι στο χέρι μας» (και μου ‘δειχνε με τα χέρια της). «Τέτοια δύναμη μπορεί ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος όταν θέλει».
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και την κοίταζα σαν απολιθωμένη. Μα αυτή, δεν ήταν πεσμένη σαν κι εμένα. Κρατά γερά ακόμα. Πού βρίσκει τη δύναμη, έλεγα…
Μήπως κι εγώ έχω ακόμα λίγη δύναμη μέσα μου; Θα μπορούσα παρ’ όλα αυτά να κάνω κάποια προσπάθεια; Μπορώ να δώσω λίγη αναστολή στο θάνατο που μας τριγυρίζει; Κι άλλωστε, τι σημασία έχει τώρα, πόσο θα ζήσουμε ακόμα; είπα. Η ζωή, δηλαδή η σκέψη μας, είναι εδώ και τώρα. Αυτά δεν έχουν μέλλον. Πρέπει πρώτα να παραδεχτούμε την κατάστασή μας. Κι ίσως ο χρόνος θα γεννήσει το χρόνο. Ποιος ξέρει;
Η βουβή απελπισία μου, οι φωνές της Ντόρας, ερέθιζαν τη φαντασία μου. Δειλά-δειλά ψιθύριζα από μόνη μου: ναι, κι οι Λατίνοι κάποτε λέγανε: «Ουαί τοις ηττημένοις».
Και να λοιπόν εδώ, ένας καινούργιος στόχος γεννιέται: δε μ’ ενδιαφέρει πια ο θάνατος, αλλά όσο θα ζω δε θ’ αφήσω τον εαυτό μου να πέσει.
Ξαφνικά, θυμάμαι, αισθάνθηκα ένα τρομερό τράνταγμα που ξεπήδαγε από μέσα απ’ το βάθος του εαυτού μου. Ήταν αυτό το δυνατό ξύπνημα που λέγεται «ένστικτο επιβίωσης», αυτό που λένε πως το φέρνουμε μαζί όταν γεννιόμαστε και παρουσιάζεται μόνο την κατάλληλη στιγμή, για να μη σ’ αφήσει να πεθάνεις. (…)

Τα νεογέννητα τα έπνιγαν στη «βούτα»

Στην παράγκα που κοιμόμασταν είχαμε δυο αδελφές από τη Θεσσαλονίκη. Τη Ζερμαίν και την Κλαιρ. Κι οι δύο τους είχαν κάποια προστασία και υποστήριξη από τη Νταίζη, την μπλοκόβα. Αυτό το οφείλανε σε μια φίλη της Νταίζης που τη λέγανε Μαρίνα Χαλέγουα κι η οποία ήταν η πρώην μοδίστρα της Ζερμαίν στη Θεσσαλονίκη, κι ήταν κι αυτή κατάδικος στο μπλοκ μας. Μια μέρα ζήτησαν απ’ το δικό μας μπλοκ δυο γυναίκες που ξέρανε να πλέκουν για να μπουν στο Revir για 15-20 μέρες, και φυσικά θα είχαν καλύτερες συνθήκες από το άουσσεν κομμάντο. Η Μαρίνα Χαλέγουα έπεισε τη φίλη της Νταίζη να στείλει εκεί τις δυο αδελφές.
Για τη Ζερμαίν και την Κλαιρ υπήρχε αυτή η μυστική σύμβαση: εκεί, φυσικά, θα έτρωγαν καλύτερα, αλλά θα έπλεκαν διάφορα πράγματα για κάποιον αξιωματικό των SS, τον γιατρό Σούλτσε, που έμενε στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου με την οικογένειά του. (Πολλοί αξιωματικοί SS ζούσαν ακριβώς απέναντί μας έξω απ’ το στρατόπεδο με τις οικογένειές τους, φυσικά σε συνθήκες πριγκηπικές). Η γυναίκα του αξιωματικού λοιπόν έστελνε στο Revir μαλλί με παραγγελίες να πλέξουν για την ίδια και για τα παιδιά της. Κι όσο διάστημα έπλεκαν είχαν την προστασία των μεγάλων, και δεν κινδύνευαν από τις «σελεκσιόν».
Το Revir ήταν η προέκταση του μπλοκ δέκα, το νοσοκομείο για ανάρρωση. Ήσαν κορίτσια που είχαν κάποια επιδημία ή αρρώστια για δήθεν νοσηλεία. Λέγανε ακόμα ότι το Revir ήταν ο προθάλαμος των κρεματορίων.
Όταν δεν τα χρειάζονταν πια τα κορίτσια που πλέκανε -φαίνεται πως φοβήθηκαν να τις κρατήσουν περισσότερο- τις ξανάστειλαν στο δικό μας μπλοκ που κοιμόμασταν.
Όταν η Ζερμαίν ξανάρθε κοντά μας, θυμάμαι πως ήταν τόσο τρομοκρατημένη που δεν μπορούσε να συνέλθει μ’ αυτά που είδαν τα μάτια της. Έζησαν κι οι δυο αδελφές, τα πιο φρικιαστικά γεγονότα. Έλεγε πως εκτός απ’ τις νοσοκόμες και τις «κάπο» και τους γιατρούς εκεί, οι περισσότερες κατάδικοι ήσαν τόσο άρρωστες που δεν είχαν δύναμη να κουνήσουν απ’ τις κουκέτες τους. Άλλες πάλι, τριγύριζαν στο διάδρομο κούτσα-κούτσα με ψηλό πυρετό ή μ’ ευκοίλια.
Μια μέρα, διηγείται η Ζερμαίν, έζησε μια φριχτή περίπτωση, που δεν θα την ξεχάσει όσο ζει. Μια γυναίκα άρρωστη, που καταγόταν από την οικογένεια Ρότσιλντ, ήταν τόσο άρρωστη η δύστυχη με ψηλό πυρετό που τα έκανε επάνω της κι απ’ τη μεγάλη διάρροια έπεφταν και στο πάτωμα. Μόλις έφτασε η κάπο κι είδε αυτή την κατάσταση, έξω φρενών μαζί της την προστάζει εξαγριωμένα να πέσει χάμω και να τα γλείψει από κάτω με την γλώσσα της. Το λουρί της κάπο πρόσταζε και υποχρέωνε. Δεν αστειευότανε! Κι η άμοιρη η Ρότσιλντ δεν είχε εκλογή εκεί, έπρεπε να υπακούσει.
Η Ζερμαίν συνάντησε κι άλλες χειρότερες καταστάσεις. Γυναίκες έγκυες, φθάνοντας στο Άουσβιτς στην πρώτη διαλογή δε δηλώνανε την εγκυμοσύνη (ήταν τότε λίγων ημερών ή μηνών και δεν το είχαν αντιληφθεί). Αυτές οι άμοιρες γυναίκες περίμεναν να γεννήσουν στο Revir ή τους κάνανε πειράματα, ή μόλις γεννούσαν, έλεγε η Ζερμαίν, έπαιρναν τα νεογέννητα μπροστά στη μάνα τους, τα βουτούσαν με το κεφάλι σε ζεματιστό νερό, ή στη «βούτα» των ακαθαρσιών και τα πνίγανε. Αυτή η κτηνώδης, η ανελέητη διαδικασία γινόταν σχεδόν κάθε μέρα.
Η Ζερμαίν είχε τις τρεις κόρες της κι η Κλαιρ τη μία, που κρύφτηκαν στη Γαλλική Σχολή απ’ τις άγιες καλόγριες, σ’ όλο το διάστημα της γερμανικής κατοχής.
Ο αριθμός του βραχίονα της Ζερμαίν είναι Α 8.313.
Τρεις χιλιάδες γυναίκες ξεγέννησε η Πολωνέζα Στανισλάβα και τρεις χιλιάδες φορές πειθάρχησε στην απάνθρωπη διαταγή των ναζιστικών δημίων που καθόριζε: όλα τα νεογέννητα να πνίγονται αμέσως στη βούτα με τις ακαθαρσίες.
Στο στρατόπεδο η μαμή απόχτησε το Νο 41.336 κι ή κόρη της το 41.337 (δεν ήσαν Εβραίες, αλλά πιάστηκαν από την Γκεστάπο στα χρόνια εκείνα της ναζιστικής κατοχής, διότι κι αυτή κι ο άνδρας της εφοδίαζαν τρόφιμα, ρούχα και ταυτότητες στους Εβραίους).
Όλον τον καιρό η μάνα και η κόρη βρίσκονταν μαζί. Η κόρη η Σύλβια είναι μια από τους λίγους αυτόπτες μάρτυρες της θηριωδίας τους Άουσβιτς.

Η Mπέρρυ Nαχμία, από την Kαστοριά επέζησε από το κολαστήριο του Άουσβιτς (το απόσπασμα από το βιβλίο Kραυγή για το αύριο, εκδόσεις Kάκτος, Aθήνα 1989 - εδώ από το βιβλίο της Φραγκίσκης Aμπατζοπούλου, Tο Oλοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Eλλήνων Eβραίων, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993).

Πηγή: Εφημερίδα Νέα Προοπτική

No comments: