Friday, November 30, 2012

Η απίστευτη ιστορία τού Μπέντζαμιν Μπάτον

Της Βένας Γεωργακοπούλου

Κρατιέμαι να μην μπλέξω με τα οικονομικά -αν και την τράβηξα την ολονυχτία μου τη Δευτέρα, περιμένοντας να βγει ο Στουρνάρας με το άγιο φως στο χέρι από τη βρυξελλιώτικη την ιερά την πύλη. Είμαι που είμαι άσχετη, ποιος θα με έπαιρνε στα σοβαρά;

Είδα και τι τράβηξε τις προάλλες στην τηλεόραση δημοσιογράφος τής μη κυβερνητικής (για την ώρα) Αριστεράς, εξίσου αναλφάβητος με μένα.

Τον έβαλαν στη μέση καθηγητάδες, πρώην υπουργοί και οικονομολόγοι περιωπής και αφού πρώτα τον έκαναν με τα κρεμμυδάκια, στο τέλος άρχισαν να συμφωνούν με τις ονειροφαντασίες του, για να μην τον παραπληγώσουν.

Αυτή ακριβώς την ευγένεια που σκοτώνει θέλω να αποφύγω -από την ανάποδη μεριά, φυσικά, εκείνων πού αν δεν μας χαρίσουν όλα μας τα χρέη ησυχία δεν θα βρουν.

Κρατάω, λοιπόν, την αισιοδοξία μου για πάρτη μου. Και, άλλωστε, την δικαιούμαι. Τι τα φοράω τα παράσημα τής πτωχεύσασας δημοσιογράφου;

Εγώ λέω να τη βγάλω την κρίση αξιοπρεπώς και ησύχως με σκληρή δουλειά και αναπόληση. Κι ας είναι λίγο νωρίς για την τελευταία. Υπολόγιζα ότι θα αρχίσω να θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τα παιδικά μου χρόνια όταν θα έμπαινα στην έβδομη δεκαετία τής ζωής μου. Αμ δε!

-Κάθε βράδυ, που ετοιμάζομαι να πέσω στο κρεβάτι, αισθάνομαι ότι ξαναφοράω το μακρύ παιδικό μου νυχτικό με τους νάιλον φραμπαλάδες. Φαντάζομαι ότι πίσω από τα σκοτεινά παράθυρα της κάμαράς μου δεν βρίσκεται μια παιδική χαρά αθηναϊκού προαστίου, αλλά ο λατρεμένος επαρχιακός δρόμος τής νιότης μου.

Βλέπω τη μάνα μου με το πιστολάκι των μαλλιών στο χέρι να ζεσταίνει απελπισμένη τα κρύα και υγρά καλαματιανά σεντόνια, μπας και με πείσει να ξεκολλήσω από το διπλανό δωμάτιο.

Εκεί όπου βασιλεύει η σόμπα πετρελαίου. Ατιμο, σατανικό μηχάνημα, μόνο τα πέριξ του εννοεί να ζεσταίνει.

Κόβω το χέρι μου πως μεγάλο μέρος τής εσωτερικής μετανάστευσης τη δεκαετία τού ’70 έγινε προς αναζήτηση ενός καυτού, αθηναϊκού καλοριφέρ. Και πιο ελαφρών σκεπασμάτων.

Μακάρι να” χα σήμερα τις μπατανίες από τον αργαλειό τής γιαγιάς μου κι ας μην ξανάναβε το καλοριφέρ. Που δεν θα ξανανάψει.

-Κάθε φορά που διαβάζω κάτι για την απεργία των δικαστικών θυμάμαι τις κοπάνες μου από το Γυμνάσιο -έτσι λέγαμε τότε το Λύκειο. Εξηγούμαι.

Δεν λέω κοπανατζήδες τούς λειτουργούς τής δικαιοσύνης, τον αγώνα τους δίνουν οι άνθρωποι για να έχουμε σε τρία τέρμινα από τώρα και πάλι δικαστήρια στην ωραία μας τη χώρα.

Ξέρω, αντίθετα, ότι ξημεροβραδιάζονται πάνω από χοντρούς φακέλους για να προκάνουν να ξεμπερδέψουν με τις εκκρεμείς τους υποθέσεις, να μην τρώμε πια καμπάνες στην Ευρώπη.

Οι κινητοποιήσεις τους, μας είπαν, δεν είναι αργία και χαρά. Πώς τούς καταλαβαίνω. Ετσι κι εγώ το έσκαγα από το σχολείο, μετρώντας επιμελώς τις απουσίες μου μπας και μείνω στην ίδια τάξη, και σάπιζα στο διάβασμα. Σπίτι και φροντιστήριο. Να βγάλω την ύλη μπας και μπω πανεπιστήμιο.

Με μία διαφορά. Το δικό μου φτύσιμο στο εκπαιδευτικό σύστημα ούτε εμένα έβλαψε ούτε το ίδιο. Η δική τους άρνηση να κάνουν τη δουλειά τους, δεν προσβάλλει απλώς τούς υπόλοιπους Ελληνες, που τρέχουν σαν τον Βέγγο από το πρωί ώς το βράδυ.

Βάζει και ιδέες. Καιρός είναι να μας πουν και οι γιατροί ότι κατεβαίνουν σε απεργία για να φρεσκάρουν την ανατομία. Οσο να “ναι, μάθημα τού β΄έτους είναι.

Πηγη: Εφημερίδα των Συντακτών

No comments: