Της Ελισάβετ Κοτζιά
Τα δεινά του λαϊκισμού τα καυτηριάζει ο Βάρναλης στον «“Καλό” λαό» των Σκλάβων Πολιορκημένων. Εγκαινιάζει έτσι μια μακρά παράδοση αριστερής καλλιτεχνικής διανόησης που αποστρέφεται τα πονηρά τεχνάσματα προσεταιρισμού του εύπλαστου και ευμετάβλητου λαϊκού θυμικού. Τσίρκας, Χατζής, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Λειβαδίτης, Λεοντάρης. Σ’ αυτή την παράδοση ανήκουν οι αριστεροί μεταπολεμικοί πεζογράφοι και ποιητές που αγωνίστηκαν καλλιτεχνικά έχοντας επίγνωση της δραματικής δυσκολίας των πολιτικών διλημμάτων. Mε αποτέλεσμα, αποποιούμενοι τις ξύλινες λύσεις, εκτός από τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων τους, ορισμένοι να πέσουν σε κομματική δυσμένεια, να διαγραφούν (απελευθερώνοντας ωστόσο τις διαδικασίες βαθύτερων ιδεολογικών μετατοπίσεων).
Τους χαρακτήρισαν «ποιητές της ήττας» και «πεζογράφους της κριτικής». Μπορεί έτσι σήμερα σε μια περίοδο συνολικών κοινωνικοοικονομικών αναδιατάξεων, πολλοί από τους αρχέτυπους στρατηγικούς στόχους της κομμουνιστικής αριστεράς να ακούγονται αφάνταστα παλιοί· μπορεί σε μια χώρα που ’χει ανάγκη απ’ την κατάκτηση μιας σύγχρονης υγιούς παραγωγικής βάσης και απ’ τη συγκρότηση μοντέρνων θεσμικών υποδομών και όχι από τη δήθεν «σοσιαλιστική» αναδιανομή ανύπαρκτου κοινωνικού πλεονάσματος και από τη σώρευση ψεύτικων ελπίδων, η προάσπιση αριστερών προταγμάτων να μοιάζει παράταιρη. Ενα πράγμα ωστόσο ισχύει: πως η στάση των αριστερών καλλιτεχνών της γραφής υπήρξε παραδειγματική σε θέματα ήθους. Πως καμιά απολύτως σχέση δεν είχε ποτέ με τον λαϊκισμό της διπλής γλώσσας, με τις εμπρηστικές φωνές ή τον ανορθολογισμό των συντεχνιακών συνθημάτων. Με στάσεις που θώπευσαν ιδιοτελείς συνήθειες, που καλλιέργησαν αντικοινωνικές συνειδήσεις και ανενδοίαστα γέννησαν βουλιμικά ήθη. Ακέραιοι, σαφείς, σοβαροί, αυστηροί, χάραξαν καθαρές γραμμές και ανέλαβαν ρίσκα.
Ηρθαν έτσι τα πράγματα ώστε μετά την κομμουνιστική διάσπαση του 1968 την παράδοση αυτή για πολλές δεκαετίες την εκπροσώπησε και την καλλιέργησε το παλαιό ΚΚΕ εσωτερικού και οι πολιτικοί σχηματισμοί που το διαδέχθηκαν μαζί με την εφημερίδα «Αυγή». Ανεξάρτητα μάλιστα απ’ τη στενή πολιτική τοποθέτηση των δημιουργών της. Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η Ριζοσπαστική Αριστερά των τελευταίων ετών και αναγκαστικά και η «Αυγή» τράβηξαν άλλο δρόμο. Είναι άδικο να πει κανείς πως συνειδητά όλοι τους υποστηρίζουν την τεμπελιά ή την απείθεια, όμως η συντεχνιακή λογική, οι ιδεοληπτικοί συγκερασμοί, οι αψίκοροι συμψηφισμοί, οι πολυσυλλεκτικές σοφιστείες και οι κινηματικές παρορμήσεις αναπαράγουν τον λαϊκισμό που μας οδήγησε όπου μας οδήγησε την τελευταία 30ετία.
Είμαστε μια κοινωνία όχι ανοιχτή σε επινοητικές αλλαγές, αλλά προσκολλημένοι στην αδράνεια, τη συνήθεια και τους μύθους. Και ταυτόχρονα κληρονόμοι μιας σοβαρής αριστερής λογοτεχνικής παράδοσης. Αν δεν θέλουμε τα ονόματα του Τσίρκα, του Αναγνωστάκη ή του Χατζή να καταντήσουν κάτι σαν εμβατήρια και λάβαρα σε πάσης φύσεως αριστερές πολιτικο-πολιτιστικές εκδηλώσεις, θα πρέπει να υπερασπιστούμε από τη μια πλευρά την ιστορικότητα και από την άλλη το πνεύμα του βίου και του έργου τους. Ας μην θεωρήσουμε έτσι ποτέ πως οι απόψεις τους βρίσκονται στο απυρόβλητο. Είναι προς συζήτησιν παραδείγματος χάριν η θέση του Τσίρκα για τη σκοπιμότητα του κινήματος του Απρίλη 1944 στη Μέση Ανατολή, η σιωπή του Χατζή για τις συνθήκες ζωής στις κομμουνιστικές χώρες και βέβαια οι απόψεις στη δεκαετία του ’50 του Μανώλη Αναγνωστάκη για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Οπως είναι εξίσου αναγκαίο να ξέρουμε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν δίστασαν σε πολλαπλές περιστάσεις, να πάρουν θέση με υψηλό προσωπικό κίνδυνο και ψυχοφθόρο κόστος. Che feche… il gran rifiuto.
Πηγή: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Μελίσσι ο λαός και θα χυμά/ σ’ όποιον τον ερεθίζει. / Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια: / Μαχμουρλίκι και Συνήθεια!».
Τα δεινά του λαϊκισμού τα καυτηριάζει ο Βάρναλης στον «“Καλό” λαό» των Σκλάβων Πολιορκημένων. Εγκαινιάζει έτσι μια μακρά παράδοση αριστερής καλλιτεχνικής διανόησης που αποστρέφεται τα πονηρά τεχνάσματα προσεταιρισμού του εύπλαστου και ευμετάβλητου λαϊκού θυμικού. Τσίρκας, Χατζής, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Λειβαδίτης, Λεοντάρης. Σ’ αυτή την παράδοση ανήκουν οι αριστεροί μεταπολεμικοί πεζογράφοι και ποιητές που αγωνίστηκαν καλλιτεχνικά έχοντας επίγνωση της δραματικής δυσκολίας των πολιτικών διλημμάτων. Mε αποτέλεσμα, αποποιούμενοι τις ξύλινες λύσεις, εκτός από τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων τους, ορισμένοι να πέσουν σε κομματική δυσμένεια, να διαγραφούν (απελευθερώνοντας ωστόσο τις διαδικασίες βαθύτερων ιδεολογικών μετατοπίσεων).
Τους χαρακτήρισαν «ποιητές της ήττας» και «πεζογράφους της κριτικής». Μπορεί έτσι σήμερα σε μια περίοδο συνολικών κοινωνικοοικονομικών αναδιατάξεων, πολλοί από τους αρχέτυπους στρατηγικούς στόχους της κομμουνιστικής αριστεράς να ακούγονται αφάνταστα παλιοί· μπορεί σε μια χώρα που ’χει ανάγκη απ’ την κατάκτηση μιας σύγχρονης υγιούς παραγωγικής βάσης και απ’ τη συγκρότηση μοντέρνων θεσμικών υποδομών και όχι από τη δήθεν «σοσιαλιστική» αναδιανομή ανύπαρκτου κοινωνικού πλεονάσματος και από τη σώρευση ψεύτικων ελπίδων, η προάσπιση αριστερών προταγμάτων να μοιάζει παράταιρη. Ενα πράγμα ωστόσο ισχύει: πως η στάση των αριστερών καλλιτεχνών της γραφής υπήρξε παραδειγματική σε θέματα ήθους. Πως καμιά απολύτως σχέση δεν είχε ποτέ με τον λαϊκισμό της διπλής γλώσσας, με τις εμπρηστικές φωνές ή τον ανορθολογισμό των συντεχνιακών συνθημάτων. Με στάσεις που θώπευσαν ιδιοτελείς συνήθειες, που καλλιέργησαν αντικοινωνικές συνειδήσεις και ανενδοίαστα γέννησαν βουλιμικά ήθη. Ακέραιοι, σαφείς, σοβαροί, αυστηροί, χάραξαν καθαρές γραμμές και ανέλαβαν ρίσκα.
Ηρθαν έτσι τα πράγματα ώστε μετά την κομμουνιστική διάσπαση του 1968 την παράδοση αυτή για πολλές δεκαετίες την εκπροσώπησε και την καλλιέργησε το παλαιό ΚΚΕ εσωτερικού και οι πολιτικοί σχηματισμοί που το διαδέχθηκαν μαζί με την εφημερίδα «Αυγή». Ανεξάρτητα μάλιστα απ’ τη στενή πολιτική τοποθέτηση των δημιουργών της. Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η Ριζοσπαστική Αριστερά των τελευταίων ετών και αναγκαστικά και η «Αυγή» τράβηξαν άλλο δρόμο. Είναι άδικο να πει κανείς πως συνειδητά όλοι τους υποστηρίζουν την τεμπελιά ή την απείθεια, όμως η συντεχνιακή λογική, οι ιδεοληπτικοί συγκερασμοί, οι αψίκοροι συμψηφισμοί, οι πολυσυλλεκτικές σοφιστείες και οι κινηματικές παρορμήσεις αναπαράγουν τον λαϊκισμό που μας οδήγησε όπου μας οδήγησε την τελευταία 30ετία.
Είμαστε μια κοινωνία όχι ανοιχτή σε επινοητικές αλλαγές, αλλά προσκολλημένοι στην αδράνεια, τη συνήθεια και τους μύθους. Και ταυτόχρονα κληρονόμοι μιας σοβαρής αριστερής λογοτεχνικής παράδοσης. Αν δεν θέλουμε τα ονόματα του Τσίρκα, του Αναγνωστάκη ή του Χατζή να καταντήσουν κάτι σαν εμβατήρια και λάβαρα σε πάσης φύσεως αριστερές πολιτικο-πολιτιστικές εκδηλώσεις, θα πρέπει να υπερασπιστούμε από τη μια πλευρά την ιστορικότητα και από την άλλη το πνεύμα του βίου και του έργου τους. Ας μην θεωρήσουμε έτσι ποτέ πως οι απόψεις τους βρίσκονται στο απυρόβλητο. Είναι προς συζήτησιν παραδείγματος χάριν η θέση του Τσίρκα για τη σκοπιμότητα του κινήματος του Απρίλη 1944 στη Μέση Ανατολή, η σιωπή του Χατζή για τις συνθήκες ζωής στις κομμουνιστικές χώρες και βέβαια οι απόψεις στη δεκαετία του ’50 του Μανώλη Αναγνωστάκη για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Οπως είναι εξίσου αναγκαίο να ξέρουμε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν δίστασαν σε πολλαπλές περιστάσεις, να πάρουν θέση με υψηλό προσωπικό κίνδυνο και ψυχοφθόρο κόστος. Che feche… il gran rifiuto.
Πηγή: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
No comments:
Post a Comment