Το 1922, έτος της πρώτης έκδοσης του συνθετικού ποιήματος το «Φως που καίει», είναι η μεγάλη τομή στο έργο του Βάρναλη. Ο ποιητής αφήνει οριστικά πίσω τα μεγαλοϊδεατικά οράματα και γίνεται συνοδοιπόρος στην πορεία προς το μέλλον που οραματιζόταν η εργατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη και πραγματοποιούσε στη Σοβιετική Ενωση.
Η αφετηρία της αλλαγής του Βάρναλη βρίσκεται στο μεσοπολεμικό Παρίσι, την επομένη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εκεί, σε περιβάλλον με παράδοση στο εργατικό κίνημα και ανεπτυγμένη κίνηση ιδεών, στα πλαίσια έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων που συντελούνται κάτω από τη διπλή επίδραση του πολέμου και της σοσιαλιστικής νίκης στη Σοβιετική Ενωση, ο Βάρναλης προσεγγίζει τη θεωρία του μαρξισμού. Ετσι, ο Βάρναλης θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος της ελληνικής επαναστατικής διανόησης με το δεδομένο ότι την εποχή αυτή το εργατικό κίνημα της χώρας μας μόλις αποκτούσε την οργανωτική και πολιτική του υπόσταση και αναζητούσε τη θεωρητική θεμελίωση της ταξικής του συνείδησης. Αν το ΣΕΚΕ (1918) αποτελούσε την οργανωμένη παρουσία του εργατικού κινήματος στην ελληνική ιστορία, η θεωρητική θεμελίωση των διεκδικητικών του αγώνων βρισκόταν ακόμα στην προϊστορία. Γι' αυτό και ο αγώνας για το θεωρητικό του εξοπλισμό αποτέλεσε επίμονη φροντίδα και διεξαγόταν παράλληλα και ανοδικά με την ταξική πάλη. Οι αναλύσεις και οι μεταφράσεις μαρξιστικών έργων στο «Ριζοσπάστη», μετά τη σύνδεση με τη Γ΄ Διεθνή (ΣΕΚΕ-Κ, 1920), και στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» ανταποκρίνονται σε αυτή την ανάγκη.
Ετσι, το «Φως που καίει», στα 1922, δεν αισθητοποιεί μόνο την κοινωνική συνείδηση του οργανωμένου κινήματος αλλά λειτουργεί ως διαμορφωτής και καθοδηγητής αυτής της συνείδησης, την οποία προσανατολίζει στην ταξική της αυτογνωσία. Αυτός ο χαρακτήρας εξηγεί ως ένα σημείο και την τεχνική ανωριμότητα του έργου, την οποία φροντίζει να βελτιώσει, δουλεύοντάς το ξανά και «ξαναπλάθοντάς» το σε δεύτερη (1933) και τρίτη μορφή (1945). Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του Βραβείου Λένιν. Αριστερά ο Ηλίας Ερεμπουργκ (Αρχείο εκδοτικού οίκου «ΚΕΔΡΟΣ»)
Χαρακτηρίζοντας τον Βάρναλη πρωτοπόρο της ελληνικής επαναστατικής διανόησης, δεν εννοώ πως το εργατικό κίνημα δεν είχε συγκινήσει προηγούμενα άλλους διανοητές και έργα. Η διαφορά του «Φωτός» με προηγούμενα έργα κοινωνικού προβληματισμού (Ταγκόπουλου, Γκόλφη, Πικρού, Παρορίτη) προέρχεται από τη συγκριτικά βαθύτερη εξοικείωση του Βάρναλη με τη μαρξιστική θεωρία, ώστε για πρώτη φορά να έχουμε εν πολλοίς ορατή την παρουσία αρχών του ιστορικού υλισμού σε έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό γίνεται πιο καθαρό στη μορφή του 1933, όπου το «Φως», αισθητικά αρτιότερο και ιδεολογικά ωριμότερο, απηχεί το επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης της εποχής, μας δίνει την προοπτική που υιοθετούσε εκείνη την εποχή ο αγώνας του κινήματος και επιβεβαιώνει τη στενή σύνδεση του Βάρναλη με αυτό. Χαρακτηριστική είναι και η απήχηση που είχε στα 1933 στην κομμουνιστική διανόηση και στα έντυπά της.
Το «Φως που καίει» μεταφέρει σε αισθητικές μορφές, σημαντικές και εν μέρει πρωτοποριακές για τον καλλιτεχνικό κανόνα της εποχής, την ιδεολογική αντίκρουση στο αστικό εποικοδόμημα και την αποκάλυψη της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος ως απάντηση στην προβαλλόμενη «ουδετερότητα» των αστών διανοουμένων και καλλιτεχνών της εποχής.
Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος. Κι ενώ, στην αρχή, τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις, Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη «σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην προλεταριακή επανάσταση.
Θεματικοί άξονες είναι οι κύριοι τομείς του αστικού εποικοδομήματος: Θρησκεία-Φιλοσοφία, Τέχνη, Πατρίδα. Εδώ η ιδεολογική οπτική του Βάρναλη ευθυγραμμίζεται με τη μαρξιστική προσέγγιση που ασκούσε κριτική στα διάφορα ρεύματα του ιδεαλισμού που κυριαρχούσαν στο Μεσοπόλεμο, υποστηρίζοντας ότι σε τελική ανάλυση όλα καταλήγουν σε ένα φιντεϊσμό (θεολογισμό) και ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία και η θεολογία συμμαχούν εναντίον της επιστημονικής γνώσης.
Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση και στηρίζει την εξουσία. Ετσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα και συμφέρον. Να, μια στιγμή από το λόγο του Μώμου προς τον Προμηθέα: «Αν νικούσες τον Δία, τότε όλοι θα 'τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ' άδικο. Και τ' άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές». Και για τον Ιησού θα πει: «...μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού. / Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του».
Στην εποχή του, ο ποιητής βλέπει ότι η συνεργασία εξουσίας και Φιλοσοφίας/Θρησκείας γίνεται πλέον τρισυπόστατη, με τη συγχώνευση και της αστικής τέχνης μέσα στο πλέγμα αυτών των σχέσεων. Στο συμβολισμό της πόρνης Αριστέας και της μαϊμούς καταγγέλλει την έσχατη καταστρεπτική συνέπεια που είναι η νομιμοποίηση του πολέμου. Εδώ ανιχνεύουμε τη μαρξιστική αντίληψη για την καπιταλιστική νομοτέλεια του πολέμου στη συνείδηση του Βάρναλη, ο οποίος στηλιτεύει την αστική διανόηση της εποχής του για την έμμεση και άμεση στήριξη που προσφέρει στον ιμπεριαλισμό του αστικού κράτους (Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία). Η εξοντωτική σάτιρα του Βάρναλη, εδώ, ανατρέπει την ιδεαλιστική εικόνα της αστικής τέχνης, στο ευρηματικό σχήμα: «Μια θέισσα αντάμα μ' ένα ζο», όπου «θέισσα» είναι η αστική τέχνη και «ζο» η βαρβαρότητα του καπιταλισμού και των πολέμων του.
Για τον Βάρναλη η τέχνη (και η φιλοσοφία) οφείλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκεφτεί ποια είναι η πραγματική του θέση στον κόσμο. Και επίσης να τον παρακινήσει να παλέψει για να αποκαταστήσει όσα υπάρχουν για να τον υπηρετούν και όχι να στηρίζουν τους δυνάστες του. Ο Μώμος (ως η μάσκα του ποιητή) εκφράζει το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο της εποχής και πιστεύει ότι τόσο η θρησκευτική «πρόληψη» όσο και ο θεϊκός «μύθος» θα εκπέσουν οριστικά όταν ανατραπούν οι εξουσίες που τα δημιούργησαν: «...θα πέσετε μοναχοί σας (Προμηθέας, Ιησούς), χωρίς να μεταχειριστούν (οι άνθρωποι) ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. / Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Αμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους...». Η πίστη στην επιτυχία της επανάστασης που υπάρχει στο προηγούμενο παράθεμα δείχνει τη συμπόρευση με το κίνημα, που αναφέραμε. Στη μορφή του 1922 η επανάσταση υπήρχε ως όραμα και ευχή, τώρα, στα 1933, όπου και το ΚΚΕ στα επίσημα κείμενά του μιλάει για «σοβιετική Ελλάδα» και η Γ΄ Διεθνής προσδοκούσε την επέκταση της επανάστασης ως συνέπεια των φασιστικών επιλογών της αστικής τάξης, ο Βάρναλης μας παρουσιάζει τον οριστικό αφανισμό της αστικής κυριαρχίας. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Αριστέα κ' η μαϊμού... γλιστράνε και πέφτουνε αγκαλιασμένες και οι δυο μέσα στον ανοιγμένο τάφο και το χώμα τις σκεπάζει για πάντα». Και η επανάσταση είναι γεγονός και όχι μόνο ελληνικό αλλά παγκόσμιο: «...ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα».
Στο μέρος του ποιήματος με τον τίτλο «Το τραγούδι του Λαού», ο λαός έχει ήδη νικήσει, όμως εξακολουθεί να αγωνίζεται τόσο για τη σοσιαλιστική δημιουργία όσο και ενάντια στα υπολείμματα της αστικής τάξης: «Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά, / γραμμή τα ξεριζώσανε τα δόντια σου τα παστρικά...».
Συμπερασματικά, το Φως που καίει είναι το αισθητικό ντοκουμέντο των αρχών του εργατικού μας κινήματος, καθώς αποτυπώνει την καλλιτεχνική μετουσίωση της συγκίνησης που πλημμύριζε τις καρδιές των ανήσυχων, κοινωνικά ευαίσθητων και ασυμβίβαστων δημιουργών του Μεσοπολέμου.
ΠΗΓΗ: ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Ενθετο "Ριζόχαρτο" της Γεωργία Λαδογιάννη Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
No comments:
Post a Comment