H πρόσφατη επίθεση της Χαμάς σε επιλεγμένα σημεία της ισραηλινής επικράτειας και ιδιαίτερα στα κιμπούτς, είναι μια αφορμή για να θυμηθούμε και να επεξεργαστούμε τις σύγχρονες τάσεις της παρουσίας των κιμπούτς στο Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, η επίθεση της Χαμάς, ως συνέχεια επιθέσεων από την ισραηλινή IDF και τον αποκλεισμό της Γάζας, «ξύπνησε» αντανακλαστικά αλληλεγγύης σε πολλούς αγωνιζόμενους ανθρώπους σε ολόκληρη τη γη. Επειδή δεν επιθυμούμε συνειδητά να ενταχθούμε σε μανιχαϊστικές λογικές του τύπου «καλός» Παλαιστίνιος / «κακός» Ισραηλινός, οι οποίες ουσιαστικά λειτουργούν ως στερεότυπα για την ανάπτυξη μιας σειράς αναλύσεων, θα προσπαθήσουμε, μέσα από την ιστορία των κιμπούτς να εξετάσουμε τις διαδρομές εκείνες που φωτίζουν τις διεργασίες εκείνες που έλαβαν χώρα διεθνώς από τους ριζοσπάστες εβραίους για την ίδρυση ή μη του Κράτους του Ισραήλ, τη σχέση πολλών εβραίων με τις αναρχικές απόψεις, καθώς και τα απόνερα της αποικιοκρατίας, τα οποία είναι διαρκώς παρόντα είτε στη Παλαιστίνη είτε στη Κύπρο και αλλού όπου εφαρμόστηκε σε σύγχρονους όρους το ρωμαϊκό «διαίρει και βασίλευε». Τα πρώτα κιμπούτς, λοιπόν, οργανώθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα στο σημερινό βόρειο Ισραήλ και ήταν ουσιαστικά αυτοδιαχειριζόμενες οικοκοινότητες, βασισμένες πρώτιστα στη γεωργική παραγωγή. Με αυτό τον τομέα ασχολήθηκαν κυρίως για λόγους επαφής και σχέσης με τη φύση και όχι επειδή υπήρχε μια προτέρα γνώση. Οι πρώτοι κάτοικοι αυτών των κοινοτήτων ήταν εβραίοι μεγαλωμένοι στην Ευρώπη, κυρίως στην ανατολική, και για διαφόρους λόγους που θα δούμε στη συνέχεια επέλεξαν να ζήσουν στην Παλαιστίνη δημιουργώντας τα κιμπούτς. Την περίοδο εκείνη, η Παλαιστίνη αποτελούσε τμήμα της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι μετακινήσεις νομάδων και πολυπληθών ομάδων ήταν συχνές, είτε εντός των διευρυμένων αυτοκρατορικών εδαφών είτε και σε/από άλλες αυτοκρατορίες. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τα ηνία της περιοχής τα πήρε η Βρετανία, η οποία διατήρησε την κυριαρχία της μέχρι τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ. Και είναι εκείνη η δύναμη που δυναμίτιζε σε κάθε ευκαιρία τους δυο θρησκευτικά ετερόκλητους πληθυσμούς, τους Άραβες και τους Ιουδαίους. Να επισημάνουμε, ότι πάρα πολλοί κάτοικοι των κιμπούτς δήλωναν άθεοι και άλλοι, λόγω των αναρχικών και κομμουνιστικών τους πεποιθήσεων, ασκούσαν σκληρή κριτική απέναντι σε κάθε θρησκεία. Οι περισσότεροι είχαν μεγαλώσει σε ένα θρησκευτικό εβραϊκό περιβάλλον σε «γκέτο» ή στέτλ, μικρά εβραϊκά χωριά, στη κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Είναι εκείνη η διάχυτη αναρχική και ριζοσπαστική σκέψη η οποία είναι παρούσα σε πάρα πολλούς ανθρώπους εβραϊκής καταγωγής του 19ου και 20ου αι. και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και βαθύτερης ανάλυσης της σχέσης Αναρχίας και Εβραϊσμού, στο Διεθνές Συνέδριο Μελετών «Αναρχικοί και Εβραίοι», που διεξήχθη στις 5-7 Μάη 2000, στη Βενετία. Πρακτικά κείμενα του συγκεκριμένου συνεδρίου έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από την Ελευθεριακή Κουλτούρα, «Αναρχικοί και Εβραίοι, ιστορία μιας συνάντησης» και από τις εκδόσεις Firebrand, «Εβραϊσμός και Αναρχισμός, ο άνεμος της μεσσιανικής τρέλας». Ο Μάικλ Λεβί σημείωνε: «Ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αι., βλέπουμε στην εβραϊκή κουλτούρα της Μεσευρώπης να εμφανίζεται ένα ρομαντικό ρεύμα που έλκεται περισσότερο από την ελευθεριακή ουτοπία παρά από τη σοσιαλδημοκρατία. Ένας σύνθετος ιστός δεσμών ενώνει τον ρομαντισμό, τη θρησκευτική εβραϊκή αναγέννηση, τον μεσσιανισμό, την αντιμπουρζουάδικη πολιτισμική εξέγερση και τον αντικρατισμό, την επαναστατική ουτοπία, τον σοσιαλισμό και τον αναρχισμό». Ο Amedeo Bertolo θεωρεί,ότι μια σύνθετη διαπλοκή κοινωνικο-πολιτισμικών παραγόντων είναι πιθανότερη ως εξήγηση της «συνάντησης» Αναρχίας και Εβραϊσμού παρά ως αιτία. Και συνεχίζει: «Δόθηκε και μια άλλη ερμηνεία(…): έχει να κάνει με την κοινοτιστική και ταυτοχρόνως ατομιστικιστική διάσταση της εβραϊκής κουλτούρας και ζωής». («Εβραϊσμός και Αναρχισμός, ο άνεμος της μεσσιανικής τρέλας», εκδόσεις Firebrand, σελ.15-16). Αυτές αποτελούν δυο από τις βασικές ερμηνείες για τη μετεγκατάσταση εβραίων στην Παλαιστίνη με στόχους και κίνητρα στο δρόμο προς την Ουτοπία.
Την ίδια περίοδο, τέλη 19ου και αρχές 20ου αι., εντείνονται οι διεργασίες για την ανάπτυξη του σιωνισμού με κύριο εκφραστή τον Τέοντορ Χέρτσλ. Μέσα στο σιωνιστικό κίνημα δεν υπήρχε μια και μοναδική τάση, όπως αντίστοιχα και στους εβραίους αναρχικούς. Συγκρούσεις υπήρχαν και στις δυο πλευρές και μάλιστα σφοδρές. Για πολλούς εβραίους, ο τρόπος και η στάση ζωής αιώνων τούς είχε κάνει πολίτες του κόσμου, κοσμοπολίτες, και δεν επιθυμούσαν να μπούν σε νέα καλούπια. Δεν ενδιαφέρονταν για δημιουργία ισραηλινού κράτους. Και αυτή η τάση, σημαντική μέσα στους κόλπους του σιωνισμού, προέβαλε τις αντιρρήσεις της για τη δημιουργία της νέας τότε πολιτικής τάσης της δημιουργίας ενός έθνους-κράτους. Είναι η εποχή που οι Αυτοκρατορίες διαμελίζονταν και προβάλλονταν τα έθνη-κράτη. Την ίδια στιγμή, οι εβραίοι αναρχικοί δήλωναν ότι «η εθνική και θρησκευτική καταγωγή στερούνταν σημασίας». Ο εντεινόμενος αντισημιτισμός στην Ευρώπη, όμως, σε συνδυασμό με τα εθνικιστικά αιτήματα του σιωνιστικού κινήματος, δημιουργούν και στην γίντις αναρχία θεωρητικές και πρακτικές ρήξεις μεγάλου εύρους. «Αφού εμείς κηρύττουμε την αναρχία – κάτι που σημαίνει ότι δεν επιθυμούμε ένα κράτος αλλά μια κοινωνία ελεύθερη. Δεν θέλουμε η Παλαιστίνη να αποτελέσει απλώς το έδαφος ενός κράτους στο οποίο οι παλιές αλυσίδες θα αντικατασταθούν με καινούργιες. Η δική μας αναζήτηση της Παλαιστίνης προέρχεται από τη δίψα για ελευθερία και από τη βούληση να ζήσουμε το μέλλον, εφόσον το μέλλον ανήκει στην Ανατολή», γράφει οΓκόρσεμ Σόλεμ (Tagesbucher, 1913-17, τόμος Ι, σελ. 81-82).
Για την ίδια περίοδο, ο μελετητής των κιμπούτς, Yaacov Oved, σημειώνει: «Η αναρχική βιβλιογραφία ήταν αρκετά γνωστή στα ιδρυτικά μέλη του κινήματος των kibbutz που είχαν μια θεωρητική σοσιαλιστική εκπαίδευση. Ανάμεσα στους αναρχικούς φιλοσόφους που είχαν άμεση επίδραση σε αυτούς τους κύκλους ήταν ο Peter Kropotkin και ο Gustav Landauer» (Ο αναρχισμός στο κίνημα των Kibbutz, περ. Ευτοπία, τχ. 8, 2001). Παρόμοια επίδραση είχαν και οι απόψεις του Τολστόι, ενώ, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου οι μεταναστευτικές ροές αυξήθηκαν σημαντικά και οι κοινότητες κιμπούτς επίσης, υπήρχαν εκδοτικές πρωτοβουλίες και μεταφράσεις αναρχικών κειμένων και βιβλίων, όπως το βιβλίο «Αλληλοβοήθεια» του Κροπότκιν. Διακεκριμένη προσωπικότητα μεταξύ των ιδρυτών των κιμπούτς ήταν ο Υ. Tabenkin, μια ετερόκλητη προσωπικότητα που, παράλληλα με τον θαυμασμό που έτρεφε προς τον αναρχοκομμουνισμό, διατύπωνε και θέσεις περί χρήσης των θεσμών του Κράτους. Παρ’ όλα αυτά, επηρέασε αρκετά μέλη των κιμπούτς σχετικά με τα οφέλη της αναρχίας και δήλωνε ότι «πρέπει να γνωρίζουμε τα βασικά σημεία της αναρχικής σκέψης, διότι μπορεί να εμπλουτίσει την επαναστατική μας σκέψη».
Από τη δεκαετία του 1920, η επίδραση των ιδεών του Γ. Λαντάουερ ήταν σημαντική στη Παλαιστίνη γενικότερα. Ο στενός φίλος του, M. Μπούμπερ, μετά τη δολοφονία του Λαντάουερ, ανέλαβε να διαδώσει τις ιδέες του για τον κοινοτισμό και την αναρχία. Ο ίδιος διακρίνεται για την μεσσιανική του αντίληψη με σιωνιστικά χαρακτηριστικά και παρ’ ότι υπήρξαν για πάρα πολλά χρόνια στενοί φίλοι, είχαν διαφωνήσει έντονα στην έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λαντάουερ, σταθερός στις απόψεις του και γνήσιος αντιμιλιταριστής και αντιεθνικιστής, δεν θα παρασυρθεί από τα λαϊκίστικα χαρακτηριστικά της εποχής που συνέβαλαν ώστε ακόμη και αναρχικοί και στοχαστές της αναρχίας να στραφούν σε μιλιταριστικές θέσεις. Ήταν μια εποχή μεγάλων ρήξεων, όπου απέναντι στα μεγάλα αφηγήματα και διακυβεύματα του Κράτους και της εξουσίας πολλοί θολώνουν την αντίληψή τους. Έτσι, ο Μπούμπερ θα παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό του πολέμου και θα ελπίσει ότι ο πόλεμος θα ενώσει τους εβραίους σε μια υπερβατική υπόθεση. Πίστευε αφελώς, ότι η ένταξη των εβραίων στον ευρωπαϊκό στρατό θα καθιστούσε πιο αποδεκτές τις εβραϊκές κοινότητες στον μη εβραϊκό πληθυσμό. Ο Λαντάουερ διαφώνησε σφοδρά με τον φίλο του και τον χαρακτήρισε απαξιωτικά Kriegs-buber (Μπούμπερ του πολέμου). Ελάχιστα χρόνια μετά, ο Μπούμπερ θα καταλάβει το πόσο λάθος είχε στην ανάλυσή του. Οι διώξεις εναντίον των εβραίων εντείνονταν…
Την ίδια εποχή στα σιωνιστικά κινήματα δεν επικρατούσε μονάχα η άποψη για ίδρυση εβραϊκού κράτους αλλά, απεναντίας, διατυπώνονταν και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις και από αναρχικούς εβραίους που συμμετείχαν σε εργασίες αυτού του κινήματος. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι δεν υπήρχε μια συμπαγής και ομοιόμορφη θέση μέσα στο σιωνιστικό κίνημα κατά τις πρώτες δεκαετίες του· αντιθέτως επικρατούσε μια κατάσταση που αντανακλούσε τη ρευστότητα της εποχής. Γι’ αυτό και συναντάμε τη συναναστροφή και αναρχικών με αυτό το κίνημα, προτού υπερισχύσουν ξεκάθαρα οι απόψεις περί ίδρυσης ισραηλινού κράτους στην Παλαιστίνη. Άλλωστε υπήρχαν θέσεις για δημιουργία τέτοιου κράτους σε άλλα σημεία του πλανήτη, όπως την Ουγκάντα και την Αργεντινή. Σίγουρα καταλυτική ήταν η απόφαση των Βρετανών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Παλαιστίνη μετά την πρώτη παγκόσμια ανθρωποσφαγή, όπου δήλωσαν μέσω της «Διακήρυξης Μπαλφούρ» το 1917 την πρόθεση τους στη δημιουργία ισραηλινού κράτους στην Παλαιστίνη. Η δήλωση αυτή κοινοποιήθηκε στον Ουόλτερ Ρότσιλντ, οικονομικό μεγιστάνα εβραϊκής καταγωγής, και αποτέλεσε την έναρξη των διπλωματικών ενεργειών για την ίδρυση του Κράτους. Άρα οι σιωνιστές που ενεργούσαν για τη δημιουργία κράτους είχαν λάβει κάτι χειροπιαστό από τη βρετανική υπερδύναμη της εποχής και ταυτόχρονα οι εβραίοι κάτοικοι της Ευρώπης βίωναν στο πετσί τους έναν έντονο αντισημιτισμό. Να θυμίσουμε, ότι και στην Ελλάδα, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, λόγω της έλευσης χιλιάδων προσφύγων, αναπτύχθηκαν έντονες ανταγωνιστικές και ρατσιστικές τάσεις εναντίον των εβραίων με την υποστήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής. Από τη δεκαετία του ’20 υπήρξε μεταναστευτικό ρεύμα προς διάφορες χώρες και στη Παλαιστίνη. Μερικοί ιστορικοί σημειώνουν, ότι επειδή πολλοί εβραίοι θεσσαλονικείς εργάζονταν ως λιμενεργάτες και αχθοφόροι στο λιμάνι της και αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη, εργάστηκαν σε αντίστοιχες θέσεις εκεί συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάπτυξη του λιμανιού της Χάιφα. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να διατυπώσουμε, ότι η ροή μετανάστευσης ή προσφυγιάς για αρκετούς εβραίους της εποχής μεταξύ των δυο παγκοσμίων πολέμων δεν είχε σε καμία περίπτωση χαρακτηριστικά εποικισμού με την πολιτική έννοια του όρου. Ασφαλώς και οι σιωνιστές ευνοούνταν από αυτή τη κατάσταση και παράλληλα οι Βρετανοί βοηθούσαν προς αυτή τη κατεύθυνση, αλλά η πλειοψηφία των ανθρώπων εξαναγκάζονταν από τις περιστάσεις να αφήσουν τις εστίες τους στην Ευρώπη. Όπως επίσης, η εβραϊκή οικονομική ελίτ της Ευρώπης ως πρώτη επιλογή φυγής είχε τις χώρες πέραν του Ατλαντικού και όχι την εγκατάσταση στη Παλαιστίνη. Αυτά, λοιπόν, τα δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των εβραίων που κατευθύνθηκαν στη Παλαιστίνη έδωσαν μεγάλη ώθηση στη δημιουργία κοινοτήτων και κιμπούτς. Πολλοί γνώριζαν τις αναρχικές και σοσιαλιστικές απόψεις και θέλησαν να εφαρμόσουν τη θεωρία στη πράξη. Είναι η εποχή που τα κιμπούτς αυξάνονται ραγδαία. Από το πρώτο κιμπούτς το 1909, φτάνουμε στα 12 το 1920, τα 29 το 1930, τα 82 το 1940 και τα 214 το 1950. Αντίστοιχα, τα μέλη των κιμπούτς από λίγες εκατοντάδες στην αρχή εκτοξεύθηκαν στις 70.000 περίπου το 1950, δύο χρόνια μετά την ίδρυση του ισραηλινού κράτους. Αξίζει να σημειώσουμε τα λόγια του James Horrox, συγγραφέα του βιβλίου Living Revolution: Anarchism in the Kibbutz Movement, συνεκδότη της αναρχικής εφημερίδας Freedom, και ο οποίος το 2009 σε διάλεξη του με τίτλο Radical Histories/Alternative Futures: Anarchism, Zionism and the Kibbutz, σημείωνε: «Ο σύγχρονος διάλογος για το ισραηλινό-παλαιστινιακό ζήτημα συχνά υπονομεύεται από μία επίμονη τάση ανάγνωσης του παρελθόντος μέσα από, όπως τις ονομάζει και ο Άγγλος ακαδημαϊκός W. H. Greenleaf, “μοντέρνες προκαταλήψεις” –εννοώντας την ηθικοποίηση των γεγονότων με μία οπτική που ερμηνεύει και αξιολογεί το παρελθόν μόνο μέσα από το πρίσμα των σημερινών πραγματικοτήτων. Η μυωπική, ωστόσο διεισδυτική, εφαρμογή της αντι-αποικιακής πείρας και γνώσης της αριστεράς και η ιδεολογικά κατευθυνόμενη διαστρέβλωση από την, μετά το 1948, εποχή της σιωνιστικής εγκαθίδρυσης κράτους, έχουν αναδρομικά αλλοιώσει την πολύπλοκη και πολυδιάστατη ιστορία των αρχικών κοινοτήτων κιμπούτς, αντιμετωπίζοντάς τα ως μία απλή και μονοδιάστατη εξέλιξη προς την κρατικοποίηση. Επικεντρώνοντας, σχεδόν αποκλειστικά, στη μετέπειτα κεντρική τους σχέση με το κράτος του Ισραήλ, αποτρέπεται η ανάπτυξη μιας ολιστικής κατανόησης των πρώτων εκφάνσεών τους και άρα αποκλείεται γι’ αυτά και μια δίκαιη θέση στο πάνθεον των ριζοσπαστικών εγχειρημάτων. Παρ’ όλο που δε μας εκπλήσσει αυτή η παραδρομή από την οπτική του σύγχρονου αναρχισμού, ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο γενικότερης έλλειψης ορθολογικού διαλόγου για οτιδήποτε σχετίζεται με το ισραηλινό-παλαιστινιακό ζήτημα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, όχι μόνο αγνοεί ένα εφαρμόσιμο και δυνητικά παραδειγματικό μοντέλο συμμετοχικής οικονομίας και πολιτικής, αλλά εξαλείφει επιτυχώς μία ολόκληρη ιστορία, στην οποία οι ελευθεριακές ιδεολογίες έπαιζαν για κάποιο καιρό ένα σημαντικό ρόλο».
Έτσι, λοιπόν, οι πρωτοπόροι των κιμπούτς, μη βρίσκοντας κρατικές δομές, πέρα από τα καταρρέοντα αποικιακά τεχνάσματα των οθωμανών Τούρκων, και αργότερα των βρετανών, αναγνώρισαν στον καινούριο τους τόπο ένα πρωτόγνωρο κενό εξουσίας. Επιδιώκοντας να αποτρέψουν την ανάδυση του καπιταλισμού, με τη δημιουργία πρωτότυπων χώρων αυτόνομης παραγωγής, είδαν στη δημιουργία των κιμπούτς κολλεκτίβων έναν τρόπο μετάφρασης του ουτοπικού ιδανικού μιας συνεργατικής κοινότητας, ένα μόνιμο κοινωνικό σύστημα. Επρόκειτο για ένα σύστημα εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό που η Έμα Γκόλντμαν ονόμασε «το όνειρο των καπιταλιστών εβραίων… για έναν εβραϊκό κρατικό μηχανισμό που θα προστατεύει τα προνόμια των λίγων ενάντια σε αυτά των πολλών», οι οποίοι ως στόχο είχαν να χτίσουν μία ακρατική κοινωνία βασισμένη στην αυτοδιοίκηση, την ισότητα και τη συνεργασία με το γηγενή πληθυσμό σε τοπικό επίπεδο. Μέσα σε αυτές τις κοινότητες η περιουσία ήταν κοινή, η παραγωγή και η κατανάλωση οργανώνονταν συλλογικά, με την αυτοδιαχείριση και την κυκλική εργασία να διασφαλίζουν τη διατήρηση μιας αντι-ιεραρχικής οικονομικής κουλτούρας. «Το κίνημα των κιμπούτς όσο υπήρχε πριν την εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ λειτουργούσε πάνω-κάτω ως ένα βιώσιμο μοντέλο συμμετοχικής οικονομίας και πολιτικής, καθιστώντας το, όπως παρατήρησε και ένας ανταποκριτής της λονδρέζικης αναρχικής εφημερίδας Freedom τo 1962, «ένα από τα καλύτερα παραδείγματα δημοκρατίας που υπάρχει και σίγουρα το πιο κοντινό στην εφαρμογή του αναρχισμού. Οποιαδήποτε προσφιλής στον αναρχισμό θεωρία είναι τμήμα του καθημερινού προτύπου επιβίωσης. Εδώ στο μικρόκοσμο μπορούν να ιδωθούν οι αρχές αυτού που μπορεί να συμβεί σε μία αυθεντικά ελεύθερη κοινωνία». (James Horrox, Radical Histories/Alternative Futures: Anarchism, Zionism and the Kibbutz).Κατά τη δεκαετία του 1950 υπήρξε στα κιμπούτς μεγάλη εισροή αράβων οι οποίοι βιώνουν και αυτοί τα οφέλη της κοινοτικής ζωής ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής. Αυτή η θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, όπως ξέρουμε από πάρα πολλές περιπτώσεις παγκοσμίως, υπονομεύεται από την κυριαρχία και τα κράτη. Γι’ αυτό και οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί είναι τα «θύματα μιας ιστορίας που γεννήθηκε από τον ανίερο γάμο έθνους και κράτους, κληρονομιά της αποικιοκρατίας και των διχασμών που έσπειρε παντού», δηλώνει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος, Μάικλ Χέρτσφελντ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Ο Άμος Οζ, νομπελίστας λογοτέχνης και κάτοικος των κιμπούτς στη Παλαιστίνη από τα 15 του χρόνια, είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στο «Βήμα»: «(Το κιμπούτς) Υπήρξε για μένα το καλύτερο πανεπιστήμιο για τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Έμαθα πολύ περισσότερα από όσα θα μάθαινα αν είχα κάνει δέκα φορές τον γύρο του κόσμου. Είναι μια μικρή κοινότητα, ένα χωριό 400-500 ανθρώπων. Γνώριζα τους πάντες και τα πιο μύχια μυστικά τους: ποιος κάνει τι, με ποιον, πίσω από την πλάτη ποιανού. Το τίμημα ήταν ότι και εκείνοι γνώριζαν για μένα περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα να ξέρουν, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ήταν μια κοινωνία χωρίς μυστικά. Ένα συναρπαστικό ανθρώπινο πείραμα, η μόνη επανάσταση του 20ού αιώνα στην οποία δεν χύθηκε αίμα. Ούτε γκουλάγκ, ούτε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε εκτελεστικό απόσπασμα. Ούτε ένας αστυνομικός δεν υπήρχε στο κιμπούτς. Πήγαινες με τη θέλησή σου, υπήρχε συλλογικότητα – και δεν ανήκε ποτέ στην κυβέρνηση. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία και μπορώ να πω ότι είχε πολλές θετικές πλευρές». Ενώ για τις αρνητικές δηλώνει: «Το μεγαλύτερο λάθος ήταν η πεποίθηση ότι μπορείς να αλλάξεις την ανθρώπινη φύση και μάλιστα μονομιάς. Οι ιδρυτικοί πατέρες και μητέρες πίστευαν πραγματικά ότι αν όλοι φορούσαν τα ίδια ρούχα, αν ζούσαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σε πανομοιότυπα σπίτια, τότε αυτομάτως ο εγωισμός, η διάθεση για κουτσομπολιό, και ο φθόνος θα εξαφανίζονταν. Αυτή ήταν μια αφελής πεποίθηση. Η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αλλάξει. Συχνά αναρωτιέμαι, τι έχει αλλάξει, άραγε, από την εποχή της Βίβλου μέχρι σήμερα στην αγάπη, στον έρωτα; Ίσως το τσιγάρο “μετά”…». Ενώ ο Γ. Χαράρι, γνωστός ιστορικός από το Ισραήλ, σημείωσε μετά τις πρόσφατες επιθέσεις στα κιμπούτς: «Τα κιμπούτς κατά μήκος των συνόρων της Γάζας υπήρξαν σοσιαλιστικές κοινότητες και μερικά από τα πιο επίμονα προπύργια της ισραηλινής αριστεράς. Γνωρίζω ανθρώπους από αυτά οι οποίοι, μετά από χρόνια σχεδόν καθημερινών επιθέσεων με ρουκέτες από τη Γάζα, εξακολουθούσαν να προσκολλώνται στην ελπίδα της ειρήνης, σαν σε θρησκευτική λατρεία. Αυτά τα κιμπούτς έχουν μόλις εξαφανιστεί και μερικοί από τους τελευταίους ειρηνιστές είτε δολοφονήθηκαν, είτε θάβουν τους αγαπημένους τους, είτε κρατούνται όμηροι στη Γάζα. Για παράδειγμα, η Βίβιαν Σίλβερ, μια ακτιβίστρια υπέρ ειρήνης από το Κιμπούτς Μπέερι, η οποία εδώ και χρόνια μεταφέρει ασθενείς κατοίκους της Γάζας σε ισραηλινά νοσοκομεία, αγνοείται και πιθανότατα κρατείται όμηρος στη Γάζα». Είναι βέβαιο, ότι ελάχιστα κιμπούτς αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ διατηρούν τις αρχικές αρχές και αξίες ως προς την αναρχική κουλτούρα, δεν θα μπορούσε όμως να γίνει και διαφορετικά, μέσα σε ένα κρατικό περίγυρο. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούν ένα κοινοτικό τρόπο ζωής, όπου η κάθε συλλογική προσπάθεια τοποθετεί η ίδια τις δικές της αρχές. Δεν υπάρχουν αυταπάτες. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το κάθε κράτος θα έβρισκε τους τρόπους για να ενσωματώσει και, εν τέλει, να αφυδατώσει τις πρώτες αυθεντικές προσπάθειες των ανθρώπων που πήγαν να καλλιεργήσουν και να παράξουν σε μια σχετικά άγονη γη.Και επειδή ο Χαράρι αναφέρεται στην αριστερά, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε, ότι η ΕΣΣΔ ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε de jure το Ισραήλ, δηλώνοντας το 1947-’48 ότι: «Η Σοβιετική Ένωση τάσσεται υπέρ ενός ενιαίου ιουδαιο-αραβικού κράτους με ίσα δικαιώματα για τους Εβραίους και τους Άραβες», αλλά εάν αποδειχθεί ότι αυτή η λύση είναι ανέφικτη λόγω των ολοένα πιο τεταμένων σχέσεων μεταξύ Εβραίων και Αράβων, θα υποστήριζε τότε «τη διχοτόμηση αυτής της χώρας σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό κράτος». Στις 29 Νοεμβρίου 1947, η Μόσχα ψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης που αποφάσισε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και στις 17 Μαΐου 1948, αναγνώρισε το Τελ Αβίβ. Επαινεί τον Ισραηλινό στρατιώτη «ολότελα πεπεισμένο ότι αγωνίζεται για ένα δίκαιο σκοπό, για την προστασία των δικαιωμάτων του, ενάντια στους Άραβες που είναι οι μαριονέτες του βρετανικού ιμπεριαλισμού». Αυτά τα φαιδρά υποστήριζε η ΕΣΣΔ το 1948, για να σηκώσει τα φιλοπαλαιστινιακά λάβαρα λίγα χρόνια μετά, όταν οι γεωπολιτικές της επιδιώξεις δεν καρποφόρησαν.Ο συνήθης καιροσκοπισμός της Αριστεράς σε πλήρη εξέλιξη.
Ως αναρχικοί, οφείλουμε να εξετάζουμε τα γεγονότα σε βάθος και να αναλύουμε όλες τις συνθήκες. Όταν τραγουδούμε «πατρίδα μας όλη η γη», το εννοούμε για όλους τους κατοίκους του πλανήτη. Και για τους παλαιστίνιους και για τους εβραίους και για τους άκρατους τσιγγάνους. Η επίκληση μιας ανταγωνιστικής ανάγνωσης της δημογραφικής ιστορίας, στη βάση τού ποιος κατοίκησε πρώτος πού και για πόσα χρόνια, ώστε να διατηρεί αποκλειστικό δικαίωμα εδαφικής χρήσης, είναι ξένη προς την αναρχία. Είτε είσαι άραβας είτε είσαι εβραίος. Η κρατική υπόσταση μολύνει τη σκέψη των ανθρώπων και η κατασκευασμένη εθνική και θρησκευτική ταυτότητα διαχωρίζει θανατηφόρα όλους τους ανθρώπους. Εάν δεν υπήρχαν κράτη και οι ανταγωνισμοί που τα περιβάλλουν, είναι βέβαιο, ότι στην Παλαιστίνη τα κιμπούτς θα ανθούσαν με μικτή κατανομή μελών, αποτελούμενα από άραβες και εβραίους, και θα συνιστούσαν ένα καλό παράδειγμα και έναυσμα για προχώρημα. Αναγνωρίζουμε, ότι η χιλιόχρονη παρουσία ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά σε ένα τόπο αποτελεί μέρος της ταυτότητας τους. Το ίδιο ισχύει όμως και για εκείνους που εκδιώχθηκαν από μια περιοχή και για διαφόρους λόγους θέλουν να επιστρέψουν στη γενέθλια γη. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι γιατί ο εβραίος επέστρεψε στη Παλαιστίνη αλλά γιατί εκδίωξε, περιόρισε, επιβλήθηκε στον άραβα, αλλά αυτά είναι απόρροια της δημιουργίας του έθνους-κράτους του Ισραήλ. Και σε αυτό, πρωταγωνιστικό και πρωτεύοντα ρόλο είχαν όλες οι κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής. Δεξιές και Αριστερές.Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.242, Νοέμβριος 2023