Του Στρατή Ψάλτου*
Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίστηκε σε χώρες της Ευρώπης και στα κρατίδια της σημερινής Γερμανίας εκ μέρους κοινοτήτων των Εβραίων το αίτημα της Εβραϊκής Χειραφέτησης, δηλαδή της κατάργησης μεροληπτικών νόμων εις βάρος των Εβραίων (μη αναγνώριση υπηκοότητας, απαγόρευση ψήφου κοκ) και απόκτησης ίσων πολιτικών δικαιωμάτων.
Στο αίτημα αυτό τοποθετήθηκε τότε ένας νεαρός Γερμανός συγγραφέας, ο Bruno Bauer, ο οποίος υποστήριξε ότι το αίτημα της χειραφέτησης δεν πρέπει να τίθεται στο όνομα μιας θρησκευτικής ταυτότητας, η οποία ζητάει δημόσια αναγνώριση, αλλά στο όνομα μιας κοινής πολιτικής ταυτότητας. Ο Εβραίος, όπως και ο Χριστιανός, λέει ο Bauer, μπορούν να έχουν μια θρησκευτική ταυτότητα, αλλά αυτή να είναι "καθαρά ιδιωτική υπόθεση". Ως προς το κράτος οφείλουν να ζητήσουν τη χειραφέτησή τους, όχι ως Εβραίοι ή Χριστιανοί, αλλά ως πολίτες. Πίσω από τη θέση του Bauer βρίσκεται μία από τις βασικές παραδοχές του επιχειρήματος του Διαφωτισμού-Μοντερνισμού ότι οι θρησκείες δεν είναι παρά βαθμίδες στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο μπορεί να χειραφετηθεί και να άρει κάθε αντίθεση από την οποία σπαράσσεται, μόνο όταν βρει τον πραγματικό του εαυτό μέσα στον Λόγο.
Σήμερα, τουλάχιστον εκεί όπου έχουν καταρρεύσει οι αντιλήψεις περί ενός καθολικού Λόγου και κυριαρχούν τα μετα-Μοντέρνα επιχειρήματα, το αίτημα της χειραφέτησης κατανοείται και επιδιώκεται διαφορετικά. Στο όνομα της χειραφέτησης δεν ζητείται πια η θρησκευτική ή η όποια άλλη ταυτότητα να γίνει μια "καθαρά ιδιωτική υπόθεση" σε σχέση με αυτή του πολίτη. Αντιθέτως, η χειραφέτηση έχει το νόημα της δημόσιας προβολής αυτών των διαφορετικών ταυτοτήτων και της εκ μέρους του κράτους ισότιμης αναγνώρισής τους και θεσμοθέτησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων.
Απέναντι σε όλα αυτά τα επιχειρήματα περί χειραφέτησης, τόσο τα μοντέρνα όσο και τα μεταμοντέρνα, στέκεται το μεγαλειώδες νεανικό (1844) κείμενο του Karl Marx για το Εβραϊκό Ζήτημα. Σε αυτό ο Marx αναρωτιέται για το ποιες κοινωνικές συνθήκες συνδέονται κάθε φορά με κατανοήσεις της χειραφέτησης, παρόμοιες με αυτή που διατυπώνεται από τον Bauer. Ο Marx αναγνωρίζει ότι αυτές αποτελούν ασφαλώς μία μεγάλη πρόοδο, αλλά δεν αποτελούν τη ριζική μορφή της χειραφέτησης, καθώς ενώ είναι μορφές πολιτικής χειραφέτησης, δεν είναι η "ανθρώπινη χειραφέτηση". Η ανθρώπινη χειραφέτηση μπορεί να συμβεί, λέει ο Marx, μόνο όταν ο άνθρωπος πάψει να ζει μέσα στην αλλοτρίωση του εαυτού του, θαμπωμένος από φαντασιώσεις αυτάρκειας και δύναμης.
Ο Lacan κάνει συχνά αναφορά σε αυτό το κείμενο του Marx και στην έννοιας της αλλοτρίωσης, όπως για παράδειγμα στο 7ο Σεμινάριο (1960) ή στο 11ο Σεμινάριο (1964). Έχοντας υπόψη τη λακανική ορολογία και παραφράζοντας τη διατύπωση του Marx, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανθρώπινη χειραφέτηση μπορεί να συμβεί, μόνο όταν ο άνθρωπος πάψει να ζει μέσα στην αλλοτρίωση του εαυτού του, θαμπωμένος από φαντασιώσεις παντοδυναμίας, και αναγνωρίσει τον εαυτό του στον τόπο της έλλειψης. Μια αναγνώριση από την οποία είναι δυνατόν να παραχθεί μία εναλλακτική οικονομία τόσο της επιθυμίας όσο και των κοινωνικών σχέσεων. Διαφορετικά, όσο οι άνθρωποι θα ζητούν να χειραφετηθούν σε σχέση με την επιμέρους ταυτότητά τους, "δίχως να χειραφετηθούν οι ίδιοι σαν άνθρωποι", θα συνεχίζουν να διαιωνίζουν και να συμμετέχουν στο παιχνίδι της υποταγής.
*Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας
Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίστηκε σε χώρες της Ευρώπης και στα κρατίδια της σημερινής Γερμανίας εκ μέρους κοινοτήτων των Εβραίων το αίτημα της Εβραϊκής Χειραφέτησης, δηλαδή της κατάργησης μεροληπτικών νόμων εις βάρος των Εβραίων (μη αναγνώριση υπηκοότητας, απαγόρευση ψήφου κοκ) και απόκτησης ίσων πολιτικών δικαιωμάτων.
Στο αίτημα αυτό τοποθετήθηκε τότε ένας νεαρός Γερμανός συγγραφέας, ο Bruno Bauer, ο οποίος υποστήριξε ότι το αίτημα της χειραφέτησης δεν πρέπει να τίθεται στο όνομα μιας θρησκευτικής ταυτότητας, η οποία ζητάει δημόσια αναγνώριση, αλλά στο όνομα μιας κοινής πολιτικής ταυτότητας. Ο Εβραίος, όπως και ο Χριστιανός, λέει ο Bauer, μπορούν να έχουν μια θρησκευτική ταυτότητα, αλλά αυτή να είναι "καθαρά ιδιωτική υπόθεση". Ως προς το κράτος οφείλουν να ζητήσουν τη χειραφέτησή τους, όχι ως Εβραίοι ή Χριστιανοί, αλλά ως πολίτες. Πίσω από τη θέση του Bauer βρίσκεται μία από τις βασικές παραδοχές του επιχειρήματος του Διαφωτισμού-Μοντερνισμού ότι οι θρησκείες δεν είναι παρά βαθμίδες στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο μπορεί να χειραφετηθεί και να άρει κάθε αντίθεση από την οποία σπαράσσεται, μόνο όταν βρει τον πραγματικό του εαυτό μέσα στον Λόγο.
Σήμερα, τουλάχιστον εκεί όπου έχουν καταρρεύσει οι αντιλήψεις περί ενός καθολικού Λόγου και κυριαρχούν τα μετα-Μοντέρνα επιχειρήματα, το αίτημα της χειραφέτησης κατανοείται και επιδιώκεται διαφορετικά. Στο όνομα της χειραφέτησης δεν ζητείται πια η θρησκευτική ή η όποια άλλη ταυτότητα να γίνει μια "καθαρά ιδιωτική υπόθεση" σε σχέση με αυτή του πολίτη. Αντιθέτως, η χειραφέτηση έχει το νόημα της δημόσιας προβολής αυτών των διαφορετικών ταυτοτήτων και της εκ μέρους του κράτους ισότιμης αναγνώρισής τους και θεσμοθέτησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων.
Απέναντι σε όλα αυτά τα επιχειρήματα περί χειραφέτησης, τόσο τα μοντέρνα όσο και τα μεταμοντέρνα, στέκεται το μεγαλειώδες νεανικό (1844) κείμενο του Karl Marx για το Εβραϊκό Ζήτημα. Σε αυτό ο Marx αναρωτιέται για το ποιες κοινωνικές συνθήκες συνδέονται κάθε φορά με κατανοήσεις της χειραφέτησης, παρόμοιες με αυτή που διατυπώνεται από τον Bauer. Ο Marx αναγνωρίζει ότι αυτές αποτελούν ασφαλώς μία μεγάλη πρόοδο, αλλά δεν αποτελούν τη ριζική μορφή της χειραφέτησης, καθώς ενώ είναι μορφές πολιτικής χειραφέτησης, δεν είναι η "ανθρώπινη χειραφέτηση". Η ανθρώπινη χειραφέτηση μπορεί να συμβεί, λέει ο Marx, μόνο όταν ο άνθρωπος πάψει να ζει μέσα στην αλλοτρίωση του εαυτού του, θαμπωμένος από φαντασιώσεις αυτάρκειας και δύναμης.
Ο Lacan κάνει συχνά αναφορά σε αυτό το κείμενο του Marx και στην έννοιας της αλλοτρίωσης, όπως για παράδειγμα στο 7ο Σεμινάριο (1960) ή στο 11ο Σεμινάριο (1964). Έχοντας υπόψη τη λακανική ορολογία και παραφράζοντας τη διατύπωση του Marx, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανθρώπινη χειραφέτηση μπορεί να συμβεί, μόνο όταν ο άνθρωπος πάψει να ζει μέσα στην αλλοτρίωση του εαυτού του, θαμπωμένος από φαντασιώσεις παντοδυναμίας, και αναγνωρίσει τον εαυτό του στον τόπο της έλλειψης. Μια αναγνώριση από την οποία είναι δυνατόν να παραχθεί μία εναλλακτική οικονομία τόσο της επιθυμίας όσο και των κοινωνικών σχέσεων. Διαφορετικά, όσο οι άνθρωποι θα ζητούν να χειραφετηθούν σε σχέση με την επιμέρους ταυτότητά τους, "δίχως να χειραφετηθούν οι ίδιοι σαν άνθρωποι", θα συνεχίζουν να διαιωνίζουν και να συμμετέχουν στο παιχνίδι της υποταγής.
*Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας