Sunday, January 22, 2017

Όταν το δάκτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάκτυλο

Τα ζητήματα ανομίας και ασυδοσίας περιθωριακών, όπως ενίοτε αποκαλούνται, ατόμων, ή ομάδων το τελευταίο διάστημα, αφορούν σύμφωνα με τους διαπρύσιους υπερασπιστές της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι δήθεν αντιπολιτεύονται το καθεστώς Τσίπρα, την ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, που συμπεριλαμβάνει φυσικά και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Θα αναφωνήσει, ίσως, κάποιος «Τι είχες Μάη μου; Τι είχα πάντα».

Προφανώς η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Εκτός και αν δεχθούμε ότι οι συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί στο παραμικρό, ότι οι ευρύτερες διεργασίες, αλλά και εκείνες που αφορούν τους αναρχικούς-αντιεξουσιαστές, είναι απλά υποτονικές, και επειδή κάτι τέτοιο είναι γενικά ένα σημάδι των καιρών καταλήγουμε αδιάφοροι να αποφανθούμε με την γνωστή ρήση «ότι βρέξει ας κατεβάσει».

Όπως είπαμε, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.

Άλλοι χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «παρακμή» για να την περιγράψουν, άλλοι θα μιλήσουν για «κοινωνικό έρεβος και ζόφο», άλλοι θα σκύψουν το κεφάλι λέγοντας ότι το «παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά» τονίζοντας την παρουσία της κάθε λογής «ναρκομαφίας» και το «πολυπαραγοντικό ζήτημα της προστασίας των μαγαζιών», άλλοι πάλι θεωρούν ότι η περιοχή έχει μοιραστεί και ορισμένα από τα εναπομείναντα «επαναστατικά συμφέροντα» στην περιοχή απλά παίρνουν θέση για την «νέα εποχή», είτε παραμείνει ο Συριζα στην εξουσία για ολόκληρη την τετραετία είτε μεταβληθεί εκ νέου η κυβερνητική διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

Άλλοι πάλι χρεώνουν την «παρακμιακή» κατάσταση στα «λούμπεν στοιχεία», που κατακλύζουν την περιοχή είτε ασχολούνται με την διακίνηση ναρκωτικών είτε ληστεύουν και ξυλοκοπούν περαστικούς είτε επιδίδονται άλλοτε στον εμπρησμό τρόλλευ και άλλοτε περιπτέρων.

Τέλος, διάφοροι επικροτούν την δράση σταλινικών πολιτοφυλακών με αυξημένα το τελευταίο διάστημα αστυνομικά καθήκοντα και άλλοι, αντιθέτως, θεωρούν κατηγορηματικά ότι η αυτόκλητη κινηματική αστυνομία, όχι μόνο δεν αποτελεί «λύση», αλλά σημαντικό μέρος του «προβλήματος».

Ας κάνουμε ορισμένες σύντομες επισημάνσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν διανύουμε ούτε την δεκαετία του ’80, ούτε την δεκαετία του ’90, ούτε καν εκείνη την πρώτη δεκαετία του 2000. Η βίαιη μεταβολή των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών αντικαθιστά τους προηγούμενους όρους επιβολής με νέους διαρκώς εφιαλτικότερους. Η κοινωνική αποσύνθεση επιβάλλεται με άγριο τρόπο, διαπερνά τα κοινωνικά στρώματα, έχει διάρκεια και παρ’ ότι συνδέεται με το οικονομικό στοιχείο, δεν ταυτίζεται με αυτήν καθεαυτή την οικονομική λεηλασία, η οποία εξελίσσεται διαρκώς με εξοντωτικότερο τρόπο και μέσα.

Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι οι τωρινοί διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων θα αποδειχθούν χειρότεροι όλων των προηγούμενων. Φυσικά δεν είχαμε, ούτε έχουμε σκοπό, να μπούμε εμείς οι ίδιοι ή να προτρέψουμε οποιοδήποτε να μπει σε κάποια διαδικασία σύγκρισης και επιλογής εξουσιαστών.

Πολεμήσαμε, πολεμούμε και θα πολεμούμε κάθε εξουσιαστική διαχείριση, χωρίς διακρίσεις, γιατί ουδέποτε είχαμε το οποιοδήποτε πολιτικό συμφέρον να αβαντάρουμε οποιαδήποτε πλευρά.

Άλλωστε οι αναρχικοί είναι γνωστοί για αυτήν ακριβώς την επιμονή τους, αλλά και την πεποίθησή τους ότι οι εξουσιαστικές αντιθέσεις δεν τους αφορούν, παρ’ ότι οφείλουν να τις παρακολουθούν, να τις αντιλαμβάνονται, να μελετούν τους διάφορους και διαφορετικούς τρόπους επιβολής.

Αυτή ακριβώς η προσπάθεια αποδυναμώνεται και εν τέλει ακυρώνεται για διάφορους λόγους, όταν οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι επιλέγουν, λανθασμένα κατά την γνώ­μη μας, να περπατήσουν τα μονοπάτια της πολιτικής. Πιστεύουν, μάλιστα, έχοντας αποκομίσει σε αρκετές περιπτώσεις τα λεγόμενα πολιτικά κέρδη, ότι δικαιώνονται γι’ αυτήν την επιλογή τους, ότι ο αγώνας τους σταθεροποιείται, ότι αναγνωρίζονται ακόμη και από την πλευρά των εξουσιαστών, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμούν χωρίς συμβιβασμούς.

Ικανοποιημένοι τότε, αναζητούν τρόπους, όπως λένε, ώστε να κεφαλοποιηθούν αυτά τα κέρδη, ώστε το κίνημα να δυναμώσει και άλλο, ώστε να υπολογίζεται περισσότερο κοινωνικά και πολιτικά η αντιπολιτευτική τους δράση, ενώ, μέσα στην γενικότερη ευφορία και στο κλίμα «νίκης», ορισμένοι «σύντροφοι» εγκαθιδρύουν, με το μαλακό στην αρχή, την εξουσία τους ή αλλιώς την αναγνώρισή τους ως «παράγοντες» του χώρου.

Όμως θα αναρωτηθεί κάποιος, ποιος είναι ο τελικός στόχος; Υπάρχει καν τέτοιος; Ή μήπως όλα τούτα, απλώς, είναι απόρροια του αγώνα, των λαθών, των υπερεκτιμημένων δυνάμεων ή δυνατοτήτων, ακόμα και εκείνων των ίδιων των προσώπων που εκφράζουν τις τάδε ή τις δείνα ιδέες;

Η αλήθεια παραμένει απλή όσο και σύνθετη.

Για να την κατανοήσουμε θα πρέπει να γνωρίσουμε εκείνα που έχουν προηγηθεί. Αυτό όμως δεν φθάνει. Οι αναρχικοί δεν ανακυκλώνουν το παρελθόν, δεν το περιφέρουν σαν τρόπαιο, δεν έχουν κρυμμένη στο τσεπάκι τους κάθε είδους βεβαιότητα και «αλήθεια». Οι ιδέες μας ακονίζονται στο σήμερα, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε «αύριο», για να είναι δυνατόν να αντιπαρατεθούμε στους σχεδιασμούς μιας εξουσίας, που δυναμώνει μέσα από τις αντιθέσεις της από τις διαφοροποιήσεις μέσα στους κόλπους της.

Επομένως κάθε «στιγμή» έχει την σημασία της, κάθε συμβιβασμός που αποτρέπεται μάς δυναμώνει για να επιτεθούμε στο μέλλον στα περισσότερο ευάλωτα σημεία του εξουσιαστικού σώματος. Καθυστερούμε τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς όσο περισσότερο μπορούμε, και δεν διευκολύνουμε την επίσπευση της πραγμάτωσής τους. Πολλές φορές γνωρίζουμε ότι η καθυστέρηση αυτή θα είναι «μικρή». Για μας, όμως, είναι πολύ μεγάλη, αλλά και για όσους αγωνίζονται και για όλους εκείνους που μπορεί να βαδίσουν στους δρόμους της ανυποταξίας και της άρνησης.

Οι αναρχικοί δεν ανήκουν ούτε συγκροτούν επαναστατικά ιερατεία. Για έναν απλό λόγο. Δεν επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία αύριο, άρα δεν μπορεί να συμπεριφέρονται σαν εξουσιαστές σήμερα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Καμία στιγμή και για κανένα λόγο. Οι αναρχικοί μοιραζόμαστε κάθε στιγμή του αγώνα για μια ζωή ελεύθερη δίχως καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δίχως εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Αγαπούμε την ελευθερία απεριόριστα, και εκτιμούμε ως απεριόριστες τις δυνατότητες να αναπτυχθεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε συνθήκες δημιουργικής και εκούσιας αλληλοβοήθειας.

Για να μοιραστούμε κάθε στιγμή που αγωνιζόμαστε, θα πρέπει να τιμούμε την μνήμη των αγώνων, που προηγήθηκαν, αλλά και των αγωνιστών, που συμμετείχαν σ’ αυτούς με κάθε τίμημα, με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Διατήρηση της μνήμης, όμως, δεν αποτελεί ότι συνιστά το πολιτικό συμφέρον του καθενός.

Η διατήρηση της μνήμης δεν μπορεί και δεν έχει καμία σχέση με τον επανακαθορισμό των πολιτικών συσχετισμών μέσα στο κίνημα και τις συνιστώσες του. Η διατήρηση της μνήμης για τους αναρχικούς δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ καμία συνάφεια με την ιστορία των κομμουνιστών, με την ενίσχυση της εξουσιαστικής τους θέσης στο παρόν και στο μέλλον.

Ο ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ είναι δική τους ιστορία, και δεν θα γίνει ποτέ δική μας. Όσοι την επικαλούνται στ’ όνομα της αναρχίας προσπαθούν απελπισμένα να κερδίσουν λιγοστό χρόνο, ώστε να σταθεροποιηθούν στην καινούργια θέση, που τους επιφυλάσσει η αριστερή εξουσία. Κατά βάθος δεν μας βλάπτουν. Είναι σίγουρα καλύτερα να πέφτουν ολοκληρωτικά οι μάσκες. Βιάζονται είναι αλήθεια, και ως εκ τούτου διαπράττουν πολλά και σοβαρά λάθη. Καλοδεχούμενα. Ευχόμαστε να πολλαπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον.

Από την πλευρά μας δεν έχουμε παρά να δείξουμε επιμονή και υπομονή, αλλά και τεράστια αυτοπεποίθηση όσον αφορά τα πιστεύω μας. Αποστρεφόμαστε ότι υποβιβάζει κάθε ανθρώπινη οντότητα, ότι δεσμεύει σωματικά, ηθικά, πνευματικά τις ανθρώπινες υπάρξεις. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Θέλουμε να γκρεμίσουμε κάθε φυλακή, όχι για να κτίσουμε καινούργιες, αλλά γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε τον εγκλεισμό βασανισμό. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι τα κρατικά μπουντρούμια θα γκρεμιστούν ολότελα, από τους κολασμένους, από τους επαναστάτες, και τους αναρχικούς σε κάθε εξέγερση, που θα θυμίζει εκείνες που προηγήθηκαν, αλλά και δεν θα μοιάζει με καμμία τους.

Για να φέρει, όμως, η σπίθα πυρκαγιά, θέλει καθαρές καρδιές, ανθρώπους απλούς και συνηθισμένους, που δεν φτύνουν τον διπλανό τους, δεν μισούν την ανθρώπινη αδυναμία, και δεν επιζητούν τρόπους να την τσακίσουν, λες και δεν έχουν ασχοληθεί και δεν ασχολούνται για το σκοπό αυτό τόσοι και τόσοι εξουσιαστές, τόσα κράτη, τόσα κανόνια, τόσοι έμποροι ψυχών και ανθρώπων, που τρέφονται από την δυστυχία και τον πόνο και την απέραντη αδυναμία, στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι.

Άλλο τόσο οι αναρχικοί δεν μπορούν να μιλούν για ζωτικούς χώρους, είτε αναφέρονται στα Εξάρχεια, είτε στην οποιαδήποτε γειτονιά, είτε στην πτέρυγα μιας φυλακής.

Μα, θα πει κάποιος, οι ρίζες, οι αγώνες, που έχουν δοθεί και έχουν καταγραφεί σε διάφορους χώρους δεν έχουν την σημασία τους; Τους παραδίδουμε και συνεχίζουμε κάπου άλλου χωρίς δισταγμούς χωρίς επιφυλάξεις; Όχι βέβαια, σε καμμία περίπτωση. Με ποιες ιδέες, όμως, υπερασπιζόμαστε αυτές τις ρίζες, αυτούς τους αγώνες, αυτούς τους χώρους; Με δανεικές απόψεις, με εξουσιαστικές λογικές και προοπτικές;

Με ποιους συμμάχους, με ποια μέσα; Να παραμείνουμε σε μια περιοχή με οποιοδήποτε όρο; Επιβάλλοντας την δική μας εξουσία; Αστυνομεύοντας, πουλώντας προστασία στους «προστάτες», ελέγχοντας την εγκληματικότητα, ορίζοντας το υβρίδιο της επαναστατικής εγκληματικότητας; Με το να δεχτούμε να συνδιαχειριστούμε για ένα κρίσιμο διάστημα με την αριστερή εξουσία μια παραχωρημένη «ζώνη ανομίας» (ώστε οι αναρχικοί να μην επεκτείνουν την δράση τους) και με τί αντάλλαγμα;

Οι απαντήσεις φαντάζουν αυτονόητες. Αλλά τελικά δεν είναι. Φαντάζουν απλές και απέριττες. Φθάνει να το θελήσουμε.

Επειδή, «Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα μου το επιτρέψει, αλλά ποιος θα με σταματήσει».

Συσπείρωση Αναρχικών

Πηγή: Διαδρομή Ελευθερίας

Wednesday, January 18, 2017

Τραμπ-Μαρί-Χουάνα!

Αποτελεί κοινή παραδοχή το ότι οι δημοκράτες είναι ασυναγώνιστοι παραβάτες των κανόνων της δημοκρατίας, στην οποία με πολλαπλούς λόγους επιδεικνύουν την υποτιθέμενη προσήλωσή τους. Ως τέτοιοι είναι διαρκείς αρνητές των νόμων και των κανόνων της αγαπημένης τους δημοκρατίας.

Η επιβεβαίωση των παραπάνω γίνεται κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, αν παρατηρήσει κάποιος τα λεγόμενα και τις πρακτικές των πολιτικών, των κατ’ εξοχήν υπερασπιστών τού εκάστοτε δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους επιβάλλεται η εξουσία, το κράτος και, ευρύτερα, η κυριαρχία. Για τους δημοκράτες, λοιπόν, είναι αποδεκτό μόνο ό,τι δεν συμφέρει την εκάστοτε κλίκα που κυβερνά ή διαχειρίζεται τις εξουσιαστικές υποθέσεις. Όλα τα άλλα είναι αντιδημοκρατικά ακόμη κι αν βρίσκονται τυπικά και ουσιαστικά εντός των κανόνων του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ας μην ασχοληθούμε με την, επίσης, προσφυγή στους δημοκρατικούς θεσμούς και νόμους όσων υποτίθεται πως πολεμούν το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης και ας περάσουμε απ’ ευθείας στο «ψητό».

Στις 20 Ιανουαρίου, ως γνωστόν, πρόκειται να ορκισθεί η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται γι’ αυτό το άτομο που δήλωνε προεκλογικά ότι μπορεί και να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα, αλλά όταν εκέρδησε στις εκλογές εκείνοι που αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την εκλογή του είναι οι δημοκράτες τού αντιπάλου στρατοπέδου. Αυτοί, δηλαδή, που εκδήλωναν την αποδοκιμασία τους όταν ο Τραμπ έλεγε πως δεν είναι βέβαιος ότι θα αποδεχθεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Μία εντελώς ασυνάρτητη κατάσταση!

Τέλος πάντων!


Πάντως, εκείνο που συμβαίνει τώρα είναι οι συνεχιζόμενες αντιδράσεις και καλά κάνουν και συνεχίζονται, λέμε εμείς που δεν είμαστε δημοκράτες. Όπως είναι γνωστόν όχι μόνο οι καλοπληρωμένοι ηθοποιοί και μουζικάντες του Χόλλυγουντ και των παρυφών του αποφεύγουν να παραστούν στην ορκωμοσία (δημοκράτες γαρ) –πιστοί στον Ομπάμα, που επί της προεδρίας του κυριάρχησαν οι μαύρες επιχειρήσεις κατά των αντιπάλων της αμερικανικής κυριαρχίας, που προχώρησε στο αιματοκύλισμα της Λιβύης, της Συρίας επί έξη ολόκληρα έτη και, γενικώτερα, των υπό αναδιανομήν περιοχών του πλανήτη– αλλά και διάφοροι επίσης κινηματικοί έχουν αποφασίσει να διαδηλώσουν κατά του Τραμπ την ημέρα της ορκωμοσίας του.

Μεταξύ όλων αυτών και κάποιος ονόματι Άνταμ Έϋντινγκερ, ο οποίος διακήρυξε ότι ξεκινά μία μάχη για να μην χαθούν δικαιώματα.

Για ποια δικαιώματα πρόκειται;

Ως γνωστόν, από τον Φεβρουάριο του 2015, έχει καταστεί νόμιμη η καλλιέργεια έως και έξι φυτών καννάβεως. Επίσης μπορεί ο καθένας να κατέχει 56 γραμμάρια (αρκεί να είναι 21 ετών και άνω) καθώς και να προσφέρει τσιγάρα μαριχουάνα σε άλλους. Επισήμως απαγορεύεται το κάπνισμα μαριχουάνα σε δημόσιους χώρους και κυρίως η πώληση ή η αγορά της.

Ο Άνταμ Έϋντινγκερ ιδρυτής της DC Marijuana Coalition (Συνασπισμός Μαριχουάνα), δεν αρκείται σ’ αυτά. Είναι αγωνιστής! Δεν παλεύει για την διατήρηση δικαιωμάτων, αλλά για την επέκτασή τους. Έτσι, λοιπόν, αυτός και η συντροφία του θέλουν γενίκευση της χρήσης του «μπάφου» και στις 50 πολιτείες (ήδη πέντε πολιτείες, –Καλιφόρνια, Κολοράντο, Όρεγκον, Αλάσκα, Πολιτεία της Ουάσινγκτον– επιτρέπουν τη χρήση μαριχουάνας για ψυχαγωγικούς σκοπούς), να αρθούν οι περιορισμοί που υπάρχουν και να επιτραπεί η αγοραπωλησία του μπάφου. Εμπρός για την γενικευμένη αποχαύνωση! Τίποτε δεν τους σταματά! Προκειμένου να διαδώσουν την ιδεολογίας της νάρκωσης και μέσω της μαριχουάνα πρόκειται να μοιράσουν κατά την ώρα της ορκωμοσίας του Τραμπ 4.200 τσιγάρα ναρκωτικού, που κοστίζουν 20.000 δολλάρια.

Ο Άνταμ Έϋντινγκερ και τα ομοειδή του αποβράσματα, στην Αμερική και στον υπόλοιπο πλανήτη, γνωρίζουν πολύ καλά την δύναμη της διαφήμισης και ότι αυτή είναι το στήριγμα τόσο της κατανάλωσης όσο και του εμπορίου. Γι’ αυτό και δεν φείδονται κόπου, χρόνου, χρημάτων και ευκαιριών, όπως η ορκωμοσία της 20ηςΙανουαρίου.

Αφού, λοιπόν, τα προβλήματα της ανεργίας, των αστέγων, του ρατσισμού, της εγκληματικότητας, της πορνείας, του εμπορίου ναρκωτικών, της εξαθλίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων των ΗΠΑ έχουν επιλυθεί, καιρός για το πέρασμα στην διαδικασία της αποχαύνωσης. Μαριχουάνα φουλ!

Οποία κατάπτωσις!

Δημοσιεύθηκε από Η. Α.

Πηγή: Anarchy Press

Friday, January 13, 2017

Άσσιχτιρ Μουσταφά! Που τα Βάθη της Ψυσιής μου

Του Σόλωνα Αντάρτη

Ολόκληρη η ζωή μου καθορίστηκε από την εισβολή του Ιουλίου του 1974.

Μία από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις είναι από την παραλία της εισβολής. Κάτω από μία ομπρέλα ανάμεσα σε ενήλικες ατένιζα την θάλασσα και το άπλετο καλοκαιρινό μεσογειακό φως. Οι Κερυνειώτες ανάμεσα μας γνωρίζουν για την ποιότητα του φωτός για το οποίο μιλώ. Η φυσική ενσάρκωση του μετά τα φυσικά γαλανόλευκου. Η γαλανή-γαλήνη με πλημμύριζε και το μοναδικό πράγμα που διατάραζε αυτήν την αίσθηση πληρότητας ήταν η άμμος στα παιδικά μου δάκτυλα. Ολόκληρη μου η ενήλικη ζωή είναι μία πορεία αναζήτησης εκείνης της αίσθησης γαλήνης και πληρότητας που μου χάρισε μια παραλία δυτικά της Κερύνειας. Είναι γι’ αυτό ίσως που λατρεύω τη θάλασσα. Στα νερά της αισθάνομαι τα λόγια του Δαυίδ «πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι»

Στα τέσσερα μου βίωσα σε κάθε κύτταρο της ύπαρξης μου την αίσθηση ενός πραγματικού υπαρξιακού τρόμου. Την αδυσώπητη γνώση του ότι κάθε στιγμή που περνά μπορεί να είναι η τελευταία μου. Ανάμεσα σε καμένους κάμπους και βυθίσεις πολεμικών αεροπλάνων η συνειδητότητα μου αποκολλήθηκε και η πραγματικότητα βιώθηκε μαυρόασπρη και δισδιάστατη. Το κόμικ στο οποίο μετείχα διεξήχθη νοτιοανατολικά του Γερόλακκου και δίπλα από το παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Χρόνια μετά και με τη χρήση των ιερών βοτάνων των ιθαγενών μίας άλλης ηπείρου οι αναμνήσεις μου ενώθηκαν με την αγωνία της μάνας στο τιμόνι του μικρού Wolkswagen και την γιαγιά μου δίπλα να κρατά τον αδελφό μου που έκλαιγε. Ολόκληρη η ενήλικη μου ζωή είναι μία πορεία αναζήτησης της υπέρβασης εκείνου του υπαρξιακού τρόμου της 20ης Ιουλίου του 1974. Είναι γι’ αυτό ίσως που αγαπώ τα βουνά του τόπου μας. Μέσα τους αισθάνομαι μία πρωτόγονη αίσθηση προστασίας όπως τότε που στα χωριά πάνω τους οι ανθρώποι μας φιλοξένησαν χιλιάδες σαν και μένα.

Έζησα συσσίτια, αντίσκηνα, παράγκες, ρούχα με δελτίο, ψείρες, ξυρισμένα κεφάλια προτού κλείσω τα 12. Και ασκήσεις για βομβαρδισμούς. Όταν τα διηγούμαι στους μαθητές μου σήμερα με κοιτάζουν σαν να βλέπουν εξωγήινο.

Είδα τον τζύρην (πατέρα) μου να δουλεύει από το πρωίν ως την νύχτα κάνοντας όλων των ειδών τις δουλειές. Τεχνικός στην CYTA νυν ΑΤΗΚ, εισπράκτορας, πελεκάνος-ξυλουργός, χτίστης, οδηγός, πωλητής, εργάτης στο σπίτι βάζοντας κουμπιά σε δέρματα. Μονίμως απών από το μεγάλωμα μου. Χρόνια μετά κατάλαβα…

Είδα την μάναν μου να δουλεύει που το πρωίν ως την νύχταν και να μας μεγαλώνει. Νοικοτζυρά να σηκώνεται που το χάραμαν του φου, από το λυκαυγές, να μαγειρέψει, να καθαρίσει να μας ετοιμάσει για το σχολείο. Είδα την να δουλεύει καθαρίζοντας σπίτια, φροντίζοντας τα παιδιά άλλων, είδα την μάνα μου «Φιλιππινέζα» να υπομένει αγόγγυστα τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες άλλων για να μας αναγιώσει. Είναι γι αυτό που σήμερα εξοργίζομαι με την ίδια αντιμετώπιση των κοπέλων απο τις Φιλιππίνες και την Σρι-Λάνκα από τους ίδιους ττοππουζοκυπραίους αστούς.

Αγαπώ την μάναν τζιαι τον τζύρην μου. Με δίδαξαν τι σημαίνει θυσία πολύ πριν συναντήσω την ίδια τη λέξη στη ζωή μου. Δεν τους θυμούμαι ποτέ να έχουν χρόνο για τους δυο τους. Ποτέ να έχουν μία έξοδο για διασκέδαση. Φύλαγαν κάθε μπακκίραν, κάθε σεντ, κάθε λεπτό για να μας μεγαλώσουν, να μας σπουδάσουν να μας δουν Ανθρώπους. Κάθε δυσκολία ανάμεσα μας κάθε αίσθημα οδύνης έχει σβηστεί μέσα μου. Για όλα μου τα παράπονα ως παιδί, ως έφηβος, ως νέος τους συν-χωρώ. Μαζί τους εντός, εκτός και επί τα αυτά τους πορεύομαι. Είναι μέρος μου και είμαι μέρος τους. Φυσικά, συναισθηματικά και μετά τα φυσικά. Τα βότανα μου το έμαθαν και αυτό.

Μεγαλώνοντας έζησα την αντοχή και την επιμονή τους να αρχίσουν ξανά από το μηδέν. Άρχοντες νοικοκύρηδες ξεριζωμένοι πεταμένοι στην προσφυγιά με μηδαμινή βοήθεια από το κράτος.

Είδα τους θείους και τις θείες μου να περνούν τα ίδια και να ξενιτεύονται. Άλλος στα πλοία σαν ήρωας του Καββαδία, άλλος στις ερήμους της Αραβίας, άλλη στις χιονισμένες πεδιάδες του Καναδά. Ήρωες Ντοστογιεσφκικοί που κουβαλούσαν όποτε έρχονταν ιστορίες μαγικές. Είδα τους γάμους τους να κλονίζονται, έζησα χωρισμούς, αρρώστιες, θανάτους. Και όμως οι άνθρωποι μου είναι οι ηρωίδες και οι ήρωες μου. Αλύγιστες και αλύγιστοι μέσα στα χρόνια. Ακόμη και στα πρόθυρα του θανάτου.

Όλοι τους με μεγάλωσαν με τις ιστορίες τους. Με τις πανάρχαιες ελιές του Καπουθκιού, του χωριού της μάνας μου, τον ποταμόν της Πέτρας στην κοίτη του οποίου κρύφτηκε ο πατέρας μου για να μην πάει σχολείο, τις εκκλησιές τον σκελετόν των οποίων έστησεν ο παππούς μου ο συνάδελφος του Ιησού, το σινεμά στην Λεύκα, τις κονναρκές στους κάμπους, τον γάδαρον με τον οποίον τούμπαρεν ο πατέρας μου, την αίγιαν που ετσίλλησεν με το αυτοκίνητον ο θείος μου μέσα στην νύχτα και η οποία εκατέληξεν σε εξαίσιο τσιμπούσιν ομηρικόν. Την ανάβαση στον Πενταδάκτυλον με το σαραβαλάκι των νεαρών αρραβωνιασμένων, το παναΰριν στον απόστολον Ανδρέα στο οποίο απέκτησα το σημάδι στο μέτωπο μου πάνω στα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια.

Και την Πόλην. Την πιο ελληνικήν πόλην του τόπου. Οι γονείς μου δεν είναι Κερυνειώτες. Όπως πολλοί άλλοι όμως αγάπησαν την Πόλην. Μου μετάδωσαν αυτήν την αγάπη με τις διηγήσεις τους και με τα συναισθήματα τους που πλέκονταν ανάμεσα στις λέξεις σαν λευκαρίτικο κέντημα. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αλλά αισθάνομαι ότι οι γονείς μου άφησαν πίσω την προσωπική τους ευτυχία στην θάλασσα του Μάρε Μόντε και τις ταβέρνες της δικής μας Πόλης. Χρόνια μετά γνώρισα τους πρώτους μου Κερυνειώτες. Ο Αλέκος Ιακωβίδης και ο Νίκος Λιβέρδος καθηγητές μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία μου χάρισαν το ευ ζην! Και τις δικές τους αναμνήσεις της Πόλεως. Ο Ερμής Χριστοδούλου που σύναεν τα παιδιά και τα συνόδευεν στην θάλασσα, το μπάσκετ που έγινε θρησκεία σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Κύπρου πολύ πριν μπει στα σαλόνια της μπουρζουαζίας, οι χαρές, οι πίκρες, ο χορός. Ο πρώην πεθερός μου ο Κώστας Πασιάς που τα μάτια του αλλάζουν κάθε φορά που μιλά για το Καζάφανι, ο κύριος Κύρος Πιστός που μας εξιστόρησε στο σχολείο πώς κάποια «πελλοκοπελλούθκια» επιτέθηκαν στο απρόσβλητο φρουραρχείο της Κερύνειας και πώς τα πολυβόλα των αποικιοκρατών θέρισαν τα δέντρα σε όλη την Κερύνεια.

Εκατοντάδες άνθρωποι του τόπου μου με τίμησαν με τις ιστορίες τους για τον τόπο μας. Οι ιστορίες τους είναι και δικές μου. Μετέχω μίας παράδοσης ζωντανής που πάει λίγο πιο ανατολικά σε μια αμμουδερή παραλία που ονομάζεται «Αχαιών ακτή». Το συναισθηματικό και πολιτιστικό μου DNA διαμόρφωσε μέσα μου έναν ακατάλυτο συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο της μάνας τζιαι του τζύρη μου, της γιαγιάς τζιαι του παππού μου, του Αλέκου, του Νίκου, της Γιούλας, του Πέτρου, του Λάρη, της Άντρης, του Κώστα, της Μαρίας, του Νίκου, της Σαββούλας του Μιχάλη, της Αρετής, του Γιάννη, του Άγγελου, η δική μου Ελλάδα που αντιστέκεται, η δική μου Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει…

Διαβάζω τώρα και για πρώτη φορά επίσημα ότι ο Αττιλάρχης στις διαπραγματεύσεις επικαλείται το δίκαιο του εισβολέα, του φονιά, του κλέφτη, του βιαστή, του σφετεριστή, του εποίκου, πάνω από τον δικό μου συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο των προγόνων μου. Καθορίζει μάλιστα τα δέκα χρόνια ως τον χρόνο κάτω από τον οποίο δεν δικαιολογείται ένας τέτοιος συναισθηματικός δεσμός. Ο εγκάθετος της Κατοχής συνεπικουρείται από διάφορους ανάμεσα μας που μου ζητούν να ξεχάσω και να υποταχτώ κι εγώ και όλοι σαν και μένα. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι ακόμη και αν ήθελα δεν θα μπορούσα. Κουβαλώ μιαν απόκοσμην γαλανήν θάλασσαν μέσα μου. Κουβαλώ την που τα τέσσερα μου χρόνια. Και κάθε φοράν που πάω τζιαι προσκυνώ την μου τα θυμίζει όλα και μου τα εξιστορεί.

Που τα βάθη της ψυσιής μου λοιπόν Μουσταφά: «Άσσιχτιρ!»

Άσσιχτιρ σε σένα τζιαι στην συναπαρτζιάν σου!

Σόλων Αντάρτης πρόσφυγας, ετών τεσσάρων κατά το σωτήριον έτος της «ειρηνευτικής επιχειρήσεως της Αϊσιέ» solon_antartis@yahoo.com

Monday, January 9, 2017

Από την κατοχή στην προσάρτηση

Του Σενέρ Λεβέντ

Πρώτα είχε ξεφύγει η κουβέντα από τον αρχι-σύμβουλο του Ερντογάν Γιγίτ Μπουλούτ, που είπε: «Η ΤΔΒΚ θα προσαρτηθεί στην Τουρκία και θα συνεχίσει τον δρόμο της». Κανείς δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τον κύριο Μπουλούτ και κανείς δεν στάθηκε και πολύ σε αυτό που είπε. Δεν υπήρξε σοβαρή αντίδραση. Ερωτηθείς γι’ αυτό κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στην εφημερίδα «Πολίτης», ο ηγέτης του Κόμματος του Λαού Κουντρέτ Όζερσαϊ υπενθύμισε την εξής φράση από τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της ΤΔΒΚ και είπε ότι «η ΤΔΒΚ δεν θα ενωθεί με κανένα άλλο κράτος».

Το θέμα της προσάρτησης, που κανείς δεν θεωρούσε και πολύ πιθανόν και δεν του έδινε σημασία, άρχισε τώρα να διαδίδεται, να αναπτύσσεται και να εξαπλώνεται. Δεν λένε τίποτα στην κοινότητα όσοι πηγαινοέρχονται στην Άγκυρα και συναντιόνται με τον Ερντογάν, αλλά σιγά-σιγά αυτά παύουν να αποτελούν μυστικό. Διαδίδονται. Η κατάσταση είναι τελικά τόσο σοβαρή όσο δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Ο Ερντογάν άρχισε να ψιθυρίζει το θέμα σε όσους πηγαινοέρχονται σε αυτόν από την Κύπρο. Σίγουρα προβαίνει σε σφυγμομέτρηση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι λένε οι δικοί μας και πώς απαντούν. Μήπως αυτό είναι το σχέδιο β’ στο οποίο αναφέρθηκε ο Χουσεϊν Οζγκιουργκιούν μετά την επιστροφή του από την Άγκυρα; Ξέρουμε ότι υπάρχει μια πολύ σημαντική μερίδα μέσα στο εθνικιστικό μας μέτωπο που είναι έτοιμη να παρέχει στήριξη σε κάτι τέτοιο. Όχι όλοι όμως. Κοιτάξτε τι λέει ο Σερντάρ Ντενκτάς: «Αντιτίθεμαι τόσο στο να γίνω μπάλωμα στους Ελληνοκύπριους όσο και στο να γίνω επαρχία της Τουρκίας».

Ο Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος έχει συχνότερες επαφές με τον Ερντογάν, δεν έκανε καμία νύξη για το θέμα μέχρι σήμερα. Δεν μάθαμε αν είχαν μια τέτοια συνομιλία. Σύμφωνα με φήμες που εξαπλώνονται από στόμα σε στόμα, το ψιθύρισε αυτό στον Αναστασιάδη κατά τις διμερείς τους συναντήσεις. Αν αληθεύουν, τι μπορεί να του έχει πει; Μήπως του είπε άραγε «έλα, Νίκο, άσε τα γινάτια να συμφωνήσουμε, αλλιώς θα γίνουν πολύ χειρότερα τα πράγματα, θα γίνει προσάρτηση»; Αν το είπε, μήπως σοβαρολογούσε ή μήπως το είπε ως μπλόφα; Όταν οι δημοσιογράφοι στον νότο ρώτησαν τον Αναστασιάδη για την προσάρτηση, έδωσε και αυτός μια πολύ ύποπτη απάντηση: «Δεν το αποκλείω», είπε.

Μετά απ’ όλα αυτά, είδα και εγώ το θέμα σοβαρά για πρώτη φορά. Πρώτη φορά σκέφτηκα ότι θα μπορούσε πράγματι να γίνει αυτή η τρέλα. Και δέχτηκα τους ψιθύρους που διαδίδονται τώρα ως μια προσπάθεια να συνηθίσει η κοινότητα σε αυτό. Ετοιμάζουν το έδαφος. Πίστεψα για πρώτη φορά ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό το βήμα. Και για να πω την αλήθεια, τρόμαξα. Διότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο τρομερή συμφορά απ’ αυτήν για εμάς εδώ. 82η επαρχία. Ενώ είμαστε Κύπριοι να γίνουμε και Τούρκοι. Μια πλήρης τραγωδία.

Αυτός, λέει, είναι ο ουσιαστικός στόχος στο μυαλό του Ερντογάν. Να ενώσει την Κύπρο με την Τουρκία. Αν διεξαγάγουν δημοψήφισμα μέσα στην κοινότητά μας γι’ αυτό, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Σκεφτείτε το να δούμε. Θα βγει «ναι» ή «όχι»; Η παρούσα δομή του πληθυσμού μας δείχνει ότι οι οπαδοί της προσάρτησης είναι η πλειοψηφία. Άλλωστε, οι περισσότεροι από εμάς κατάγονται από την Τουρκία. Προερχόμενοι από την Ανατολία. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν ανάμεσα και σε αυτούς κάποιοι που αντιτίθενται στην προσάρτηση, αλλά δεν νομίζω ότι η πλειοψηφία θα αντιταχθεί σε αυτήν. Κοντολογίς, θα πάρουν το αποτέλεσμα που θέλουν από το δημοψήφισμα για την προσάρτηση. Άλλωστε, είναι αμφίβολο πόσο δημοκρατικό θα είναι ένα τέτοιο δημοψήφισμα.

Επικεφαλής της Τουρκίας βρίσκεται ένας τυραννικός άνδρας από τον όποιο εξαρτάται ολόκληρη η χώρα και το έθνος και υποσχέθηκε να συνεχίσει το σουλτανάτο του χωρίς να ανατραπεί μέχρι να πεθάνει, όπως οι άλλοι δικτάτορες. Ένα άτομο που κατάφερε να μείνει όρθιο μέχρι σήμερα ξεγελώντας όλους με ψέματα σε όποιο αδιέξοδο και αν έχει περιέλθει. Η προσάρτηση της Κύπρου οπωσδήποτε δεν θα πλήξει το προσωπικό του σουλτανάτο. Μάλιστα θα τον κάνει μεγαλύτερο ήρωα στην Τουρκία. Οι αντιδράσεις που θα προέλθουν από τη διεθνή κοινότητα θα είναι μόνο όσες και οι αντιδράσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.

Επίσης, δεν νομίζω ότι η Αμερική και η Ευρώπη θα του επιβάλουν κυρώσεις. Διότι έχουν μεγάλες επενδύσεις στην Τουρκία. Δεν θέλουν να πληγούν. Επιπλέον, δεν θέλουν καθόλου να στριμώξουν περισσότερο την Τουρκία και να τη ρίξουν τελείως στην αγκαλιά της Ρωσίας. Δεν περιμένω ότι ο Ερντογάν, που κάνει στο μυαλό του όνειρα όπως η προσάρτηση της Κύπρου, θα υπογράψει συμφωνία για μια ομόσπονδη Κύπρο προβαίνοντας σε υποχωρήσεις στη Γενεύη. Το μόνο που θέλω είναι οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, που συναντώνται και μιλούν με τον Ερντογάν, να βγουν και να πουν στην κοινωνία τι συζητούν. Έκρυψαν την κατοχή. Κρύβουν και την προσάρτηση;

Πηγή: Εφημερίδα Πολίτης 

Monday, January 2, 2017

Θα νικήσουμε….

Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Πρώτη μέρα του χρόνου ξύπνησα με την αγωνία αν ήρθε. Κατέβηκα τις σκάλες και τουρτουρίζοντας προσπάθησα να ανάψω το τζάκι. Κοίταξα γύρω. Όλα ήταν όπως την προηγούμενη. Τίποτα δεν έδειχνε παρουσία.
«Κρίμα», είπα, «πάλι θα παίξω σε θέατρο». Τα παιδιά κατέβηκαν, πήγαν και άνοιξαν τα δώρα. Με τα πρώτα χαμόγελα ησύχασα. Ο μύθος παραμένει ακέραιος.
«Κατασκευές και παραμύθια…». Η γυναίκα μου μού έκλεισε το μάτι. ‘Όλο το ψέμα σε πλήρη εξέλιξη. Πόσο δίκιο έχει ο γείτονας. Με σθένος κατήργησε όλο τον κύκλο. Ο χρόνος γι’ αυτόν είναι μια ευθεία γραμμή. Χωρίς στάλα γιορτής και κουράγιου. Ωμή αλήθεια. Γεννιέσαι και πορεύεσαι. Ανθός και ύστερα καρπός. Ωριμάζεις και κάποτε έρχεται η απόλυτη πτώση. Πέφτεις κάτω και ανακυκλώνεσαι σε μια άνυνδρη γη. Ασπρόμαυρη εικόνα, όπως και η μέρα. Άρχισε πάλι να ψιχαλίζει.
«Πάμε μια βόλτα;»
Ντυθήκαμε, μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε. Η πόλη κοιμόταν ακόμη.
«Να πούμε ένα γεια στους φίλους μας;»
Αντίρρηση καμία.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά και συναντήσαμε το χρόνο σε άλλη αισθητική. Μάτια μεγάλα σε αδύνατα πρόσωπα και υποσχέσεις αθανασίας. Απάτη και αυτή; Κομμάτι του παρελθόντος μας, πώς να του αρνηθείς μια θέση;
Καθίσαμε σε άδεια στασίδια. Ποιος πιστεύει στις μέρες μας; Κάτι γιαγιάδες και ο παππούς που φοράει την αυτοκρατορική φορεσιά. Ανάμνηση μεγαλείων που χάθηκαν στην καμπύλη μιας βυζαντινής τροχιάς. Νοιώθω τουρίστας σε ζωντανό μουσείο. Φωτογραφίζω τις λάμψεις από τα κεριά. Παίρνω σε κάδρο στιγμές χορωδών. Με τούτα και άλλα η τράπεζα στρώνεται. Ο Άνθρωπος καλεί σε κοινό γεύμα τους πάντες. Τι αυταπάτη σε κόσμο απόλυτα φιλελεύθερο. Άντε να πείσεις αστούς να μοιράσουν τον πλούτο τους. Ούτε ντροπή δεν υπάρχει στην πόλη αυτή. Άνθρωποι ψάχνουν στα σκουπίδια κλωτσώντας σκυλιά για το γεύμα τους. Το κρύο πολύ και ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει το μέλλον. Φιγούρες σωτήρων αυτόκλητων και παράδεισοι με την βία φτιαγμένοι. Η ματιά μου προσγειώνεται στη σταύρωση. Τι ελπίδα να έχεις;
Προχωρώ προς το βήμα και παίρνω αντίδωρο.
«Σε θέλω. Μπορείς να περιμένεις πίσω απ’ το ιερό;»
Απάντησα «ναι». Στην έξοδο παιδιά ανταλλάσσουν ευχές. Παίζουν κρυφτό με το θάνατο. Περιμένω στο σημείο που μου είπε. Κάποτε έρχεται, μου λέει να φέρω το αμάξι. Ανοίγω τις πόρτες, γεμίζω με τρόφιμα και στριμωχνόμαστε.
«Θα αρχίσεις από εκεί» και ο παππούς χάνεται ξανά στο ναό του.
Αρχίζω το μοίρασμα από σπίτι σε σπίτι.
Τα παιδιά με ρωτούν αν στα αλήθεια υπάρχει ο παχουλός γεράκος της εταιρείας αναψυκτικών.
«Όχι» απαντάω κοφτά.
«Ο δικός μας;» μου λέει ο μικρός;
«Εσύ τι λες;». Σιωπή.
Φτάνω στο τελευταίο σπίτι. Πακέτο, ούτε καφέ δεν έχω πιει ακόμη.
«Να φάμε και κάτι» ακούγεται από τη δική μου παρέα.
Χτυπώ και ένα πρόσωπο μόνο ανοίγει την πόρτα. Αφήνω τα πράματα και κοιτώ το δάκρυ. Τρέμω ολόκληρος και φοβάμαι για έμφραγμα. Κλείνει την πόρτα και παίρνω ανάσες.
Επιτέλους ελεύθεροι, γυρίζουμε πίσω.
Στη διαδρομή βουβαμάρα. Να σπάσω τον πάγο, ρωτώ τα παιδιά:
«Τελικά υπάρχει ο δικός μας Βασίλειος;»
«Ναι», ακούγεται ένα στόμα κοινό και τεράστιο.
Κοιτώ στον καθρέφτη τα πρόσωπα. Λάμπουν. Ίσως να φταίει και ο ήλιος που έσκασε. Το φως, χωρίς αμφιβολία το φως, κάνει τον τόπο μοναδικό και τεράστιο. Και οι μνήμες του δεν είναι σκιές. Είναι γοργόνες και νύμφες, πολεμιστές που σκοτώνουνε δράκους και άγιοι, μυριάδες άγιοι, φτωχοί και ρακένδυτοι, που σύσσωμοι τραγουδούν για χατίρι μας την υπόσχεση: «Θα νικήσουμε….»